Του Έρικ Σμυρναίου
Τον περασμένο χειμώνα (2018-19) προβλήθηκε στους κινηματογράφους το πολυαναμενόμενο –και αρκετά καλοφτιαγμένο– sequel της κλασσικής ταινίας του Walt Disney «Mary Poppins» με τον τίτλο «Η Mary Poppins επιστρέφει». Η εισπρακτική επιτυχία του ήταν εξασφαλισμένη καθώς, πόσοι από μας, όταν παρακολουθήσαμε για πρώτη φορά ως παιδιά την πρωτότυπη ταινία που γυρίστηκε στο μακρινό 1964, δεν νιώσαμε γοητευμένοι από την μαγική της ατμόσφαιρα; Πόσοι δεν ζηλέψαμε τα δυο παιδιά της οικογένειας Banks; Πόσο πολύ θέλαμε να γνωρίσουμε και εμείς μια ζεστή, καλόκαρδη και όμορφη νταντά που να μπορεί να μετατρέπει την ανιαρή καθημερινότητα μας σ’ ένα καλειδοσκοπικό πανόραμα θαυμάτων!
Η πλοκή της πρωτότυπης ταινίας όπου πρωταγωνιστούσαν οι χαρισματικοί Julie Andrews και Dick Van Dyke έχει ως εξής:
Βρισκόμαστε στο εδουαρδιανό Λονδίνο του 1910. Σ’ ένα εύπορο προάστιο, στον αριθμό 17 της οδού Κερασιών ζει η οικογένεια Banks. Ο πατέρας Banks είναι ένας αγχώδης τραπεζικός υπάλληλος ο οποίος δεν επικοινωνεί σχεδόν καθόλου με τα παιδιά και τη σύζυγό του η οποία με τη σειρά της είναι πολύ απορροφημένη από την συμμετοχή της στην εκστρατεία για το δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες. Τα δυο παιδιά τους, η Jane και ο Michael είναι απείθαρχα και επιπόλαια μέχρι τη στιγμή που ο πατέρας τους, απογοητευμένος από την κατάσταση του χάους που επικρατεί στο σπίτι του, αναζητά μια κουβερνάντα. Και τότε εμφανίζεται η Mary Poppins, μια νεαρή και όμορφη κοπέλα η οποία με τις υπερφυσικές της δυνάμεις, μεταμορφώνει την οικογένεια για πάντα και διδάσκει σε όλους τη χαρά και τη μαγεία της ζωής.
Η συγκεκριμένη ταινία βασίστηκε στα οκτώ ομώνυμα βιβλία παιδικής λογοτεχνίας που έγραψε η Βρετανίδα ηθοποιός Helen Lyndon Goff (η οποία αργότερα υιοθέτησε το
όνομα P.L.Travers). Η συγγραφέας εμπνεύστηκε το επώνυμο «Poppins» από το γεγονός ότι η ηρωίδα της εμφανίζεται, δηλαδή «σκάει» ή «πετιέται» από το πουθενά. Τη φέρνει κυριολεκτικά ο άνεμος, ενώ κάποια στιγμή την παίρνει μαζί του μακριά. Η Μary στόχο της έχει να διορθώσει τον κύριο Banks που αδιαφορεί εντελώς για την ανατροφή των παιδιών του.
Ωστόσο, η Μary Poppins των παραπάνω βιβλίων δεν είναι η γλυκιά και υπέροχη γκουβερνάντα που γνωρίσαμε από τις κινηματογραφικές μεταφορές τους. Αντίθετα, είναι μια αρκετά κακοδιάθετη, σκοτεινή, απρόβλεπτη, μονοκόμματη, ματαιόδοξη, παγερή και αυταρχική προσωπικότητα που επιδίδεται σε παράξενες μυστικιστές δραστηριότητες. Απειλεί τα παιδιά που έχει αναλάβει και τους μιλάει απαξιωτικά, ενώ χρησιμοποιεί τις μαγικές δυνάμεις της όχι μόνο για να δημιουργήσει όμορφους κόσμους αλλά και για να επιβάλλει σκληρές και δυσοίωνες τιμωρίες.
Για παράδειγμα, στο δεύτερο βιβλίο, η Jane Banks, ένα από τα παιδιά που έχει αναλάβει η Poppins (συνολικά τα παιδιά ήταν πέντε ενώ στις ταινίες εμφανίζονται μόνο δύο) ξυπνάει ένα πρωινό κακοδιάθετη και χτυπάει τον αδελφό της τον Michael.
Οπότε η Mary Poppins βγάζει τα υπόλοιπα παιδιά από το δωμάτιο και αφήνει μόνη την Jane. Πάνω από το τζάκι υπάρχει ένα πορσελάνινο βάζο που είναι ζωγραφισμένο. Απεικονίζει τρία αγοράκια που παίζουν σ’ έναν κήπο. Ξαφνικά, η Jane ανακαλύπτει ότι μπορεί να μιλήσει με τα παιδιά της ζωγραφιάς. Απλώνουν τα χέρια τους και την τραβάνε μέσα στο βάζο για να παίξουν όλα μαζί. Διασχίζουν ένα χωράφι και μπαίνουν σ’ ένα σκοτεινό δάσος γεμάτο με νεκρά φύλλα. Στην άλλη πλευρά του δάσους, κρυμμένο από οποιονδήποτε κοιτάζει τη ζωγραφιά του βάζου, υπάρχει ένα μεγάλο και σκιερό σπίτι. Η Jane νιώθει φοβισμένη αλλά τα παιδιά επιμένουν και την οδηγούν μέσα στο σπίτι, όπου αντικρίζει μια «φιγούρα που τη γεμίζει με τρόμο». Είναι ένας παράξενος γέροντας που φοράει μια νυχτικιά και καπνίζει μια πίπα. Της λέει ότι από δω και πέρα θα είναι η αγαπημένη του και της προσφέρει κρασί. Νιώθοντας ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά με όλα αυτά, η Jane τον παρακαλεί να την αφήσει να γυρίσει στο σπίτι της. Αλλά ο γέροντας της λέει ότι είναι πολύ αργά πια. Έχει γυρίσει 60 χρόνια στο παρελθόν και το σπίτι της δεν υπάρχει καν. «Θα μείνεις εδώ» της λέει με μια σπασμένη τσιριχτή φωνή, «δεν υπάρχει άλλος τόπος για σένα. Ακόμα και οι γονείς σου δεν έχουν γεννηθεί ακόμα. Το σπίτι σας στον αριθμό 17 δεν έχει χτιστεί. Δεν μπορείς να επιστρέψεις στο σπίτι σου!» Η Jane ουρλιάζει τρομοκρατημένη και η Mary Poppins, θεωρώντας ότι της ζητάει συγγνώμη για την κακή της συμπεριφορά, εμφανίζεται και την σώζει.
Αλλά και τα υπόλοιπα επτά βιβλία της σειράς είναι γεμάτα με σκοτεινές και δυσοίωνες εικόνες. Εμφανίζεται, για παράδειγμα, μια κυρία Corry, η οποία βασανίζει ψυχολογικά τις διαταραγμένες κόρες της και τελικά τρώει τα δάχτυλά των χεριών της.
Επιπρόσθετα, επικρατεί συνεχώς μια ανησυχητική αβεβαιότητα. Η Mary Poppins εμφανίζεται κι εξαφανίζεται απροειδοποίητα. Τα παιδιά την ικετεύουν να τους υποσχεθεί ότι θα μείνει μαζί τους ή τουλάχιστον ότι θα επιστρέψει, αλλά εκείνη δεν κάνει ποτέ κάτι τέτοιο. Έτσι, λοιπόν, ακόμα και στις πιο ευτυχισμένες στιγμές τους, βασανίζονται από την απειλή της απώλειας.
Ποια ήταν, όμως, πραγματικά εκείνη η Helen Lyndon Goff (αργότερα P.L. Travers) που έγραψε εκείνα τα τόσο ασυνήθιστα βιβλία;
Γνωρίζουμε ότι γεννήθηκε το γεννήθηκε το 1899 και πέθανε το 1966. Τα παιδικά της χρόνια θα πρέπει να ήταν πολύ δύσκολα και δυστυχισμένα: Ήταν κόρη ενός αλκοολικού και άστοργου τραπεζίτη που πέθανε όταν η Helen ήταν μόλις 7 ετών. Επειδή ο κύριος Travers R. Goff ήταν Ιρλανδός, η ορφανή κόρη του υποχρεώθηκε να υποστεί πολλές φορές προσβλητικά σχόλια σχετικά με τις «ιρλανδέζικες αλκοολικές ρίζες της…»
Ωστόσο, η Helen αποφάσισε κάποια στιγμή να επαναστατήσει κι επέλεξε μια ζωή που ήταν εξαιρετικά αντισυμβατική και πολύχρωμη, ιδιαίτερα για τα συντηρητικά κριτήρια της εποχής της. Έγινε ηθοποιός του θεάτρου και ανέπτυξε ερωτικούς δεσμούς με άντρες αλλά και με γυναίκες. Έζησε επί 10 χρόνια με την Madge Burnand, την κόρη του συντάκτη της εφημερίδας Punch. Αργότερα ερωτεύτηκε τον Ιρλανδό ποιητή Francis McNamara, ο οποίος δήλωσε ότι «η Mary Poppins, με τη χειραφετημένη σεξουαλικότητα και την πράσινη καρδιά της, τον είχε γοητεύσει για πάντα».
Στην ηλικία των 40 ετών, υιοθέτησε ένα μικρό αγοράκι τον Camillus από μια πολύ φτωχή οικογένεια της Ιρλανδίας. Ο Camillus έμαθε στα 17 του ότι είχε ένα δίδυμο αδελφάκι τον Anthony, ένα παιδί για το οποίο η Travers αδιαφορούσε εντελώς ενώ οι γονείς του την είχαν ικετεύσει να το πάρει και αυτό μαζί της για να μην χωριστούν τα δυο παιδιά. Μόλις έμαθε τα νέα ο νεαρός Camillus υπέστη ισχυρό σοκ, έγινε αλκοολικός και πέθανε το 2011 από κίρρωση του ήπατος. H Travers είχε επιλέξει τον Camillus ακολουθώντας τις συμβουλές του αστρολόγου της ενώ αργότερα, όσο μεγάλωνε, βυθίστηκε ακόμα περισσότερο στον κόσμο της αστρολογίας, του υπερφυσικού και του μυστικισμού.
Η επαγγελματική σχέση της Travers με τον Walt Disney, ο οποίος μετέφερε το έργα της στην ασημένια οθόνη, υπήρξε εξίσου επεισοδιακή. Για όποιον ενδιαφέρεται, η ταινία «Saving Mr. Banks» του 2013 ξεδιπλώνει με μεγάλη ακρίβεια την αυξανόμενη ένταση που είχε αναπτυχθεί ανάμεσα στο δημιουργό του Mickey Mouse και την αυστηρή δεσποινίδα Travers:
Τελικά, η Travers δεν προσκλήθηκε στην πρεμιέρα της ταινίας το 1964 και αναγκάστηκε να ζητήσει την άδεια του προκειμένου να παρευρεθεί εκεί, σύμφωνα με κάποιες φήμες. Όταν όμως την παρακολούθησε θύμωσε πολύ, ειδικά με τη σεκάνς όπου ο Dick Van Dyke χορεύει με πιγκουίνους σ’ έναν αβλαβή κόσμο κινουμένων σχεδίων. Έτσι, λοιπόν, στη διαθήκη της απαγόρευσε ρητά οποιαδήποτε άλλη κινηματογραφική μεταφορά των βιβλίων της. Η φετινή δεύτερη ταινία γυρίστηκε δε με την άδεια των κληρονόμων της.
Κι όμως, η μεταφορά της «Mary Poppins» στη μεγάλη οθόνη ήταν όνειρο ζωής για τον Disney, στον ίδιο βαθμό που τα βιβλία ήταν το έργο ζωής της Travers, γιατί και οι δυο είχαν ζήσει πολύ άσχημη παιδική ηλικία. Ο Walt Disney είχε μια απαίσια σχέση με τον πατέρα του, ο οποίος τον υποχρέωνε να σηκώνεται κάθε μέρα, στις 4.30 το πρωί για να μοιράζει εφημερίδες στο χιόνι. Έτσι, λοιπόν, είδε την ιστορία της «Mary Poppins» ως μια φαντασίωση της μεταμόρφωσης του κακού πατέρα του σ’ έναν άνθρωπο που θα τον αγαπούσε. Αυτός ήταν και ο λόγος που συμπεριφέρονταν πάντα με γλυκύτητα στα παιδιά που συμμετείχαν στα γυρίσματα των ταινιών του. Δεν ήθελε ποτέ ξανά ένα παιδάκι 8 ετών να ζήσει τις εμπειρίες που είχε βιώσει ο ίδιος.
Αλλά γιατί τα σκοτεινά και δυσοίωνα βιβλία της Travers γνώρισαν τέτοια επιτυχία; Ίσως γιατί τα παιδιά διαισθάνονται το σκοτάδι. Όσο και αν προσπαθήσεις να τα προστατεύσεις, ξέρουν ότι ο κόσμος μας είναι ένα εχθρικό και σκοτεινό μέρος. Βλέποντας αυτή την πραγματικότητα ν’ απεικονίζεται σε μαγικές ιστορίες, γοητεύονται. Για παράδειγμα, η αβεβαιότητα που χαρακτηρίζει τις εμφανίσεις και τις αναχωρήσεις της Mary Poppins είναι μια μεταφορική απεικόνιση του θανάτου. Τίποτα δεν είναι μόνιμο και τίποτα δεν υπάρχει για πάντα. Και οι σκοτεινές τιμωρίες της απεικονίζουν τους κινδύνους και τις αδικίες της πραγματικότητας.
Βέβαια, η επιτυχία των βιβλίων της ξεθώριασε με τα χρόνια, καθώς θεωρήθηκε ότι περιέχουν ρατσιστικά στοιχεία, ιδιαίτερα ως προς τις σοκαριστικές περιγραφές τους των Αμερικανών νέγρων. Η ομώνυμη ταινία, αντίθετα, γνωρίζει διαχρονική επιτυχία, διατηρεί τη φρεσκάδα της κι εξακολουθεί να μαγεύει το παιδικό –και όχι μόνο– κινηματογραφικό κοινό σε όλες τις χώρες του κόσμου, ίσως γιατί, έχοντας ξεφύγει από τις σκοτεινές ρίζες της, μεταμορφώνεται σ’ έναν ύμνο για τη χαρά της ζωής και τη δύναμη της δημιουργικής φαντασίας.
Πηγές: