Και κάπου, εκεί, πριν βγούμε να εξερευνήσουμε τα μυστήρια των άστρων, πριν ο ουρανός γεννήσει νέους μύθους και θρύλους καμωμένους από τους τόνους αστερόσκονης που ταξιδεύει στο απέραντο διάστημα, είπαμε να θυμηθούμε τις παλιές στράτες του αλλόκοσμου. Ξέρετε, όλες εκείνες τις γωνιές της πραγματικότητας που είναι κρυμμένες από τα μάτια των πολλών! Αυτές που γεννούν τις ιστορίες γύρω από τη φωτιά και που μιλούν για έναν κόσμο καθόλου πεζό, αλλά για μία πλάση γοητευτική, με νύχτες σαν κι αυτές που περιγράφει ο Σαίξπηρ, νύχτες γιομάτες θάματα, νύχτες γιομάτες μάγια.
Εμείς, εδώ, ταξιδέψαμε πάνω σε μαγικά χαλιά, μπήκαμε σε χρονομηχανές και χρονοπλοία, καβαλήσαμε από δρύινα σκουπόξυλα μέχρι πελώριους δράκους, ατενίσαμε πέρα μακριά στα μήκη και τα πλάτη της Γης, και σαν συλλέκτες ψιθύρων συγκεντρώσαμε τα ψελλίσματα του φόβου των γερόντων, τον ενθουσιασμό των παιδιών, τις αγωνίες και τους θριάμβους των πολεμιστών και κάθε τι που σφυρηλατήθηκε στις απρόσιτες σπηλιές των θρύλων. Σας τα προσφέρουμε με μια μικρή ή και μεγάλη δόση φαντασίας.
Kαλώς Ήλθατε στο Μυθονόμικον!
Το Ατσάλι της Δαμασκού…
Ήταν ο καιρός των Σταυροφοριών, όταν οι ηγεμόνες της Ευρώπης σήκωναν, ο ένας μετά τον άλλον, τα λάβαρα της εκστρατείας για την απελευθέρωση των δρόμων που οδηγούσαν στους Αγίους Τόπους. Όταν οι Ευρωπαίοι Ιππότες πάτησαν το πόδι τους στα μέρη της Ανατολής, αντίκρισαν μια άγρια ομορφιά, μα παράλληλα σκληρότητα κι ένα τρόπο ζωής αλλιώτικο από τον δικό τους. Βρέθηκαν σε μια γη μαγική, όπου σύμφωνα με τα αρχαία κείμενα και τις διηγήσεις γενεών και γενεών, περπάτησαν θεοί, ήρωες, άγγελοι, δαίμονες, γίγαντες, μυθικοί στρατηλάτες, μαγικά όπλα που σκότωναν ακόμα και… δράκους, τζίνι, φαντάσματα και κάθε λογής τέρατα. Σε κάθε γωνιά της κρύβονταν τρομακτικά μυστικά, περγαμηνές με προφητείες, καταπότια, φαρμάκια και ξεχασμένες απόκρυφες τέχνες. Οι περισσότεροι από τους πολεμιστές θεωρούσαν ότι όλα αυτά ήταν σημάδια του κακού, στο οποίο ο Θεός επέλεγε να τους δοκιμάσει για να ατσαλωθεί η θέλησή τους και να πετύχουν στην ιερή αποστολή τους.
Γυρνώντας πίσω στις πατρίδες τους, οι πληγές της σάρκας επουλώνονταν γρήγορα, το δέος όμως που προκάλεσαν εκείνα τα περίεργα πράγματα που αντάμωσαν στα ανατολίτικα καλντερίμια και στο πεδίο της μάχης δύσκολα ξεθώριαζαν από τη μνήμη τους. Μεθυσμένοι και γυρνώντας από χάνι σε χάνι, η γλώσσα τους λύνονταν πολύ εύκολα. Πάνω στο ποτό και στο χαμό –ειδικά αν βρίσκονταν κοντά καμιά ομορφόθωρη κόρη του χανιτζή ή κανενός καραγωγέα που ξαπόσταινε στο χάνι εκείνη τη στιγμή– άρχιζαν, μετά χαράς, να εξιστορούν τα κατορθώματά τους. Τι για στρατιές δαιμόνων μιλούσαν, τι για σημεία και τέρατα που εμφανίζονταν ξαφνικά σταλμένα από τον ίδιο τον διάβολο που ήθελε να σαμποτάρει την αποστολή τους! Και όλα αυτά τα γεγονότα είχαν πάντοτε πρωταγωνιστές τους ίδιους φυσικά, που έγιναν ήρωες της πίστης και των βασιλιάδων τους. Παράλληλα παρείχαν εξαιρετικές υπηρεσίες κι έγιναν κοινωνοί μυστηρίων και μυστικών.
Συνήθως, βέβαια, όλες αυτές οι διηγήσεις κατέληγαν σ’ ένα ξένο κρεβάτι, μαζί με καμιά πρόθυμη, κατόπιν ίσως κι ενός… συμβολικού ανταλλάγματος, γυναίκα και πολύ σπανιότερα στο ξελόγιασμα μιας κακόμοιρης κόρης κάποιου ευγενούς, που βρήκε ενδιαφέρουσα την ιστορία τους. Αυτό το τελευταίο ήταν τέλεια ευκαιρία για να αναρριχηθεί κοινωνικά ένας σταυροφόρος ιππότης, που είχε μεγάλες φιλοδοξίες. Όμως, μέσα σε όλες αυτές τις καυχησιές και τις τερατολογίες, καμιά φορά ξεπετάγονταν μια πραγματικά ενδιαφέρουσα ιστορία, άξια για να την διηγείται κανείς.
Με το χρονοπλοίο μας ταξιδέψαμε για εσάς στα χρόνια του Βασιλιά Ριχάρδου, του πανούργου Αγγλονορμανδού που κατάφερε, μέσα από πυρ και αίμα, μέσα σ’ ένα ομιχλώδες πέπλο καμωμένο από τον ιστό της ίντριγκας, της προδοσίας και της φιλοδοξίας, να κατακτήσει τον θρόνο της Αγγλίας και να ηγηθεί της Γ´ Σταυροφορίας. Αλλά και σ’ αυτά τα χρόνια που έζησε ο θρυλικός ηγεμόνας των μουσουλμάνων, ο Σαλαντίν, το ξίφος της ανατολής, ο γιος του Αετού. Εκείνος που ένωσε τις αντιμαχόμενες ισλαμικές φυλές και μέσα σε όλα τα άλλα, καθυπέταξε τους τρομερούς Ασσασίνους της Υεμένης.
Ήταν μία από αυτές τις νύχτες που ακολούθησαν την επιστροφή των πολεμιστών που είχαν γυρίσει αποκαμωμένοι από την τελευταία εκστρατεία κάτω από την ηγεσία του Ριχάρδου. Μαζί τους έφεραν και πάλι πλήθος ιστοριών και εντυπώσεων. «Μοναδικά σπαθιά σου λέω», έλεγε ένας παραγεμισμένος, πλαδαρός άντρας χτυπώντας το τραπέζι με το ροζιασμένο χοντρό χέρι του, «μόνο δαίμονες θα μπορούσαν να τα είχαν φτιάξει! Λιάνιζαν σάρκα και οστά και τα σκορπούσαν με την ίδια ευκολία που σκορπίζεται τ’ αλεύρι του μυλωνά όταν τρυπιέται το ασκί τους απάνω στα μουλάρια.»
Ο τροβαδούρος είχε σταματήσει να παίζει και στο πανδοχείο βασίλευε μια περίεργη ησυχία, όλοι ήταν απορροφημένοι από τα λόγια του πρώην σταυροφόρου. «Πφφφ, εγώ δεν πιστεύω τα λόγια ενός παλιομεθύστακα χοντρομπαλά σαν εσένα. Είσαι παραγεμισμένος με τόσο φτηνό κρασί που αμφιβάλλω αν σου χωράει πια η πανοπλία σου», πετάχτηκε να πει η γυναίκα του πανδοχέα, προκαλώντας γενική ομοθυμία και γέλιο στους θαμώνες και σπάζοντας άτσαλα τη γαλήνη που κυριαρχούσε πριν από λίγο. Με μια κίνηση, ο πρώην στρατιώτης ξεθηκάρωσε το σπαθί του και κοπανώντας πάνω στο βαρύ ξύλινο τραπέζι, το χώρισε στα δύο με ακρίβεια που θα ζήλευε και ο πιο άριστος ξυλοκόπος. Ύστερα γυρνώντας προς την έντρομη γυναίκα, της έδειξε το σπαθί που είχε προκαλέσει αυτή τη ζημιά.
«Μην μετράς τα λόγια της Ρέητσελ, παλληκάρι μου, η γλώσσα της ξερνά κουβέντες που δεν σκέφτεται ο νους της», είπε ο πανδοχέας προσπαθώντας να υπερασπιστεί τη γυναίκα του. Ο άντρας ξεφύσηξε και φάνηκε κάπως να χαλαρώνει. «Ο Λέοφσταν, αφέντη αυτού του άθλιου μέρους, είναι μεθύστακας ναι! Αλλά ψεύτη δεν τον έχει πει κανείς ποτέ» είπε δείχνοντας προς το μέρος του με το σπαθί υψωμένο. Ξεπερνώντας το αρχικό σοκ οι συνδαιτυμόνες, συμπεριλαμβανομένου και του ιδιοκτήτη του πανδοχείου, περιτριγύρισαν τον ξαναμμένο από το θυμό σταυροφόρο και αντίκρισαν ένα απίστευτο κομψοτέχνημα. Ένα σπαθί, που δεν είχαν ξαναδεί ποτέ στη ζωή τους: η λάμα του ιρίδιζε και είχε πάνω της γαλαζόμαυρα νερά, το μέταλλο που είχε χρησιμοποιηθεί στην κατασκευή του ήταν ευλύγιστο σαν καλάμι και παράλληλα συμπαγές σαν βράχος!
«Με αυτά μας πετσόκοβαν τα άθλια σκυλιά, οι Αγαρηνοί», τους εξήγησε ο Λέοφσταν, «έκοβαν τις πανοπλίες μας λες και ήταν φτιαγμένες από τυρί. Ναι, σας λέω από τυρί!» «Πώς τα φτιάχνουν;», ρώτησε, φανερά εντυπωσιασμένος ένας μικρόσωμος ξερακιανός άντρας. «Δεν ξέρουμε ακριβώς. Κάποιοι έλεγαν ότι τα έφτιαξε ο ίδιος ο διάβολος και τα έδωσε στους αλλόπιστους για να μην μπορέσουμε ποτέ να ξαναπατήσουμε στα ιερά εδάφη. Μερικοί αιχμάλωτοι μας έλεγαν ότι τα σφυρηλατούσαν στα καμίνια τους κάποιοι σιδεράδες, χρησιμοποιώντας βδελυρές τέχνες και ότι πάγωναν το μέταλλο στα ούρα πορφυροκέφαλων νηπίων!»
Ψίθυροι αγανάκτησης διέτρεξαν την αίθουσα, ενώ κάποιοι έκαναν το σημείο του σταυρού για να προστατευθούν από τον τρόμο που τους προκαλούσε η προέλευση αυτού του μαγικού όπλου. «Οι ιριδισμοί αυτών των σπαθιών θυμίζουν τα φίνα μετάξια της αγοράς της Δαμασκού, γι’ αυτό θα ακούσετε να το αποκαλούν δαμασκηνό ατσάλι. Μάλιστα, ένας Άραβας, ο οποίος οδηγούσε καραβάνια στα βάθη της ανατολής, μου είπε ότι αυτά τα σπαθιά τα έφερναν από πολύ μακριά, από κάποιο άγριο μέρος που το κατοικούσαν φυλές τρομερών βαρβάρων. Εκεί λένε ότι στα παλιά τα χρόνια, έβρεξε ο ουρανός ατσάλι, που τυχαίνει να είναι το ατσάλι της κατασκευής του σπαθιού που βλέπετε. Δεν ξέρω γιατί μου τα είπε αυτά, ίσως με πέρασε για κανένα κωθώνι που χάφτω παραμύθια, ίσως πάλι ήθελε να του δώσω λίγο από χρυσάφι που είχα στο πουγκί μου. Πάντως αυτά μου είπε και δεν ρώτησα και τίποτε άλλο, γιατί σε εκείνα τα μέρη αν ρωτάς και πολλά γίνεσαι εύκολα γεύμα για κοράκια.»
«Όπως σας τα λέω είναι, και αν δεν με πιστεύετε ρωτήστε τι έγινε στη συνάντηση του γενναίου βασιλιά μας με τον αρχηγό των εχθρών μας, τον Σαλαντίν». Οι περισσότεροι τον κοίταξαν με απορία, ενώ κάνα δύο κούνησαν τα κεφάλια τους επιδοκιμαστικά. «Τι; Μη μου πείτε ότι δεν έχετε ακούσει τον Σαλαντίν; Από τους καλύτερους πολεμιστές των αλλόπιστων και από τους πιο γενναίους διοικητές! Μπορεί να είναι ο βασιλιάς των σκύλων, αλλά δεν παύει να είναι ένας από τους πιο ικανούς ανθρώπους που έχει βγάλει το γένος τους. Ακούστε εδώ, λοιπόν, για να τα μάθετε. Όταν ήταν να συνθηκολογήσει ο Ριχάρδος μαζί του, του είπε πώς σύντομα η Ιερή Πόλη, όταν θα τελείωνε η ανακωχή, θα ήταν δική μας. Τότε εκείνος ξεθηκάρωσε το σπαθί του, άδραξε τη λαβή του και με το άλλο του χέρι άφησε ένα μεταξένιο μαντίλι να πέσει πάνω στην κόψη του. Χωρίς να κουνήσει δάχτυλο, το ύφασμα κόπηκε στα δύο!»
Το παιδί για τα θελήματα που είχε ο πανδοχέας κοίταξε τον στρατιώτη με γουρλωμένα μάτια. «Ναι, όπως το ακούς μικρέ, δρακοφονιάδες τα ονόμαζαν οι ντόπιοι αυτά τα σπαθιά, και μπροστά σε τέτοια όπλα και οι πιο γενναίοι άντρες, παλληκάρι μου, λερώνουν τα βρακιά τους.»
«Μαγεία», φώναξε ένας κοκκινομάλλης άντρας που όλη αυτήν την ώρα στέκονταν αμίλητος, τρώγοντας το βραστό του και πίνοντας χλιαρή μπύρα, κατηφής και αγέλαστος. «Τολμάς και κρατάς πάνω σου αυτό το… μίασμα;», συμπλήρωσε με απέχθεια. «Ένα ατσάλι σμιλευμένο στα σίγουρα με βδελυρές τέχνες!»
Κοιτώντας καλύτερα στο ημίφως του πανδοχείου ο Λέοφσταν τρομοκρατήθηκε, γιατί στο πρόσωπο του κοκκινομάλλη αναγνώρισε τον εφημέριο του χωριού. Το να διηγείται κανείς ιστορίες για μάγους, μάγισσες, τελώνια, δαιμόνια και μαγικά τεχνουργήματα ήταν από μόνο του επικίνδυνο, το να φανερώσεις, όμως, ένα τέτοιο αντικείμενο παρουσία κάποιας Αρχής, αυτό κι ήταν πραγματικά απαγορευμένο. «Φυσικά, δεν μας ενημέρωσες πώς βρέθηκε αυτό το σπαθί στην κατοχή σου, καιρό τώρα σε παρακολουθώ. Ειδικά όταν έφτασε στα αυτιά μας η πληροφορία ότι ένας κοιλαράς, ξεπεσμένος ιππότης έχει στα χέρια του το σπαθί του Σαλαντίν, κι έμαθα ότι ήσουν εσύ, εξεπλάγην. Σκέφτηκα ότι δεν είσαι τόσο ανίκανος και δειλός όσο δείχνεις τελικά. Αλλά αυτό είναι το τελευταίο που πρέπει τώρα να σε απασχολεί, εννοώ το τι σκέφτομαι για σένα.» Ο εφημέριος σηκώθηκε πάνω και οι θαμώνες του πανδοχείου μέριασαν για να περάσει. «Σε λίγο θα εύχεσαι να είχες πεθάνει στο κρεβάτι κάποιας από τις πόρνες που συνήθως κοιμάσαι σκορπώντας τα κέρδη σου από τα λάφυρα της εκστρατείας.»
«Ναι, Λέοφσταν, γνωρίζω τα πάντα για σένα», συμπλήρωσε απατώντας στο απορημένο βλέμμα του βετεράνου που είχε μείνει άφωνος. Ύστερα από λίγα λεπτά η μεγάλη αίθουσα γέμισε με στρατιώτες που γρήγορα πήραν το σπαθί από τα χέρια του άτυχου πολυλογά, παραδίδοντάς το στον παπά, και αμέσως τον έδεσαν χειροπόδαρα για να τον οδηγήσουν ποιος ξέρει πού. «Κύριοι, συνεχίστε ό,τι κάνατε και πάνω απ’ όλα μείνετε μακριά από τον διάβολο!» φώναξε φεύγοντας ο εφημέριος. Καθώς έβγαινε στο μισοσκόταδο που κάλυπτε το χωριό, αφού το σούρουπο είχε από ώρα παραδώσει τη θέση του στη νύχτα, το φεγγαρόφωτο έλουσε το πρόσωπο του. Αν κανείς το παρατηρούσε, θα έβλεπε ότι είχε αλλάξει και την θέση του έδωσε στο πρόσωπο ενός σκληρού σκουρόχρωμου άντρα. Ο αλλόκοτος παπάς κοίταξε το θαυμαστό τεχνούργημα και κοιτώντας τους ιριδισμούς του μονολόγησε με ικανοποίηση: «Η Κλίμακα του Μωάμεθ!» και αφού το θηκάρωσε, εξαφανίστηκε μέσα στο σκοτάδι.
Περίεργη ιστορία μα τότε ήταν και περίεργος ο κόσμος, και ακόμα πιο περίεργοι καιροί. Τι απέγινε ο κακομοίρης ο Λέοφσταν; Ποτέ δεν θα το μαθαίναμε αυτό, γιατί το χρονοπλοίο μας ήταν πάλι έτοιμο για απόπλου και έπρεπε να βιαστούμε. Η επόμενη στάση μας αφορούσε το κοντινό μας παρελθόν, συγκεκριμένα τα τέλη του 20ού αιώνα.
Τρεις μεγάλοι ερευνητές μιλούσαν γρήγορα και γεμάτοι έξαψη. «Έτσι που λέτε, συνάδελφοι», έλεγε ο ένας από αυτούς, «η κατασκευή των δαμασκηνών σπαθιών γίνονταν πιθανόν με ατσάλι Ούκου, το οποίο εισήγαγαν από την Ινδία. Ενώ η επεξεργασία τους τους χάριζε αυτήν την όμορφη όψη. Χα! Καμιά μαγεία και κανένα ξόρκι χόκους-πόκους, επιστήμη κύριοι!».
«Ξέρουμε, κύριε», παρενέβη, διστακτικά, ένας φοιτητής που παρακολουθούσε τη συζήτηση, «ότι και τότε η μαγεία ήταν κάτι σαν επιστήμη. Η μεταλλουργία, οι τεχνικές της, όλα αυτά τα σωστά ή και τα παράδοξα, ήταν η επιστήμη της εποχής. Λένε, όμως, ότι ακόμα και η ίδια η επιστήμη είναι, κατά κάποιο τρόπο, μαγεία, γιατί η μαγεία στην ουσία είναι η ικανότητά μας να ατενίζουμε και να σχεδιάζουμε το μέλλον, προχωρώντας όσο πιο μακριά μπορούμε.»
Ένα χρόνο αργότερα από αυτή την μικρή συνάθροιση, κάποιοι αρχαιολόγοι συζητούσαν και συνέδεαν το μυστήριο του μαγικού ατσαλιού με τις κατακτήσεις του Αλέξανδρου του Στρατηλάτη, και συγκεκριμένα με την πόλη Γκιαούρ Καλά, την αρχαία Μαργιανή, τη μυθική πατρίδα του Ζωροάστρη. Ήταν εκεί που βρέθηκε μια προηγμένη, για την εποχή, τεχνογνωσία κατεργασίας ατσαλιού.
Έπειτα, εμείς ξαναμπαρκάραμε στη θάλασσα του χρόνου και αυτή τη φορά μας έβγαλε στο πολύ κοντινό παρόν. Βρεθήκαμε μέσα σε ένα μεγάλο κτήριο, σ’ ένα πολύπλοκο εργαστήριο, όπου φιλοξενούσε την ομιλία ενός καθηγητή που φιλοδοξεί να εξορύξει ατσάλι από μετεωρίτη και με την συνέργεια της νανοτεχνολογίας να δημιουργήσει ένα νέο θρύλο: το «Δρακοφονιά», το πιο φονικό μαχαίρι όλων των εποχών, κατάλληλο για χρήση σε κάθε συνθήκη της Γης ή του διαστήματος.
Φίλοι αναγνώστες, οι καιροί αλλάζουν, αλλά το όνειρο συνεχίζεται!