Είμαστε φτιαγμένοι από το υλικό των ονείρων και ο ύπνος κυκλώνει τη ζωή μας.» –Η Τρικυμία
Γράφει Η Ευαγγελία Θώμου
ΥΜΝΟΣ στον έρωτα, στη μαγεία της φύσης αλλά και στη δύναμη της ποίησης και του Λόγου που μεταμορφώνει την ύπαρξη είναι τα κύρια χαρακτηριστικά που διακρίνονται σ’ όλα τα έργα του Σαίξπηρ. Αρχέγονες, υπερφυσικές δυνάμεις δρουν ως από μηχανής θεός και δίνουν την λύση και την κάθαρση σε κάθε δίλημμα που αντιμετωπίζουν οι ήρωες.
Το απόκρυφο στοιχείο είναι διάχυτο στο σαιξπηρικό θέατρο είτε σε μεγαλύτερο είτε σε μικρότερο βαθμό. Άλλωστε, στην εποχή του Σαίξπηρ, η πίστη στην ύπαρξη και στη δύναμη του υπερφυσικού ήταν μια ευρέως διαδεδομένη λαϊκή αντίληψη που άγγιζε κάθε έκφανση της καθημερινότητας όλων των κοινωνικών στρωμάτων. Βέβαια, ο Σαίξπηρ, ως γνήσιο τέκνο της εποχής που αντιλαμβάνεται τον παλμό της, ενσωμάτωσε στα έργα του τις τρέχουσες αντιλήψεις για τις υπερφυσικές δυνάμεις. Βασιζόμενος στη λαϊκή παράδοση αλλά και επηρεασμένος από το κλίμα της Αναγέννησης που διέπει την περίοδο αυτή, αντλεί την έμπνευσή του από την αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή μυθολογία. Σε κάθε έργο του, η κατανόηση του απόκρυφου εξελίσσεται και ωριμάζει. Στο παρόν κείμενο θα εξετάσουμε την λειτουργία του υπερφυσικού στοιχείου σε δύο έργα του Σαίξπηρ, στο Όνειρο Θερινής Νύκτας και στην Τρικυμία.
Πηγές και θέματα του Ονείρου Θερινής Νύκτας
Tο Όνειρο Θερινής Νύκτας είναι μια πρώιμη κωμωδία του Σαίξπηρ. Η πρώτη παράστασή του δόθηκε για πρώτη φορά το 1594 ή το 1595, πιθανόν με αφορμή το γάμο ενός ευγενή. Κύριες πηγές για τη συγγραφή του έργου ιδιαίτερα, για τα πρόσωπα του Θησέα, της Ιππολύτης και του Αιγέα είναι η ελληνική μυθολογία, ενώ ο Πακ και τα ξωτικά προέρχονται από την αγγλική λαϊκή παράδοση. Συγκεκριμένα, ο Πακ είναι ο Robin Goodfellow, αρχετυπική φιγούρα που συνήθως απεικονίζεται με τη μορφή του Πάνα ή σάτυρου, ως σκανδαλιάρικο στοιχειακό που υπακούει τις εντολές του βασιλιά του δάσους, Όμπερον. Με τον τρόπο αυτό, ο Σαίξπηρ μας εισάγει στον κόσμο των ξωτικών, των στοιχειακών, της φύσης και των πνευμάτων. Παράλληλα, παρεμβάλλεται η παράσταση του Πυράμου και της Θίσβης, που θέλουν να ανεβάσουν έξι Αθηναίοι τεχνίτες με αρχηγό τον Σαϊτα, ο οποίος στο αγγλικό πρωτότυπο, ονομάζεται Bottom, δηλαδή Πάτος ή και Πισινός. Ο μύθος του Πυράμου και της Θίσβης είναι παρμένος από το έργο του Οβίδιου, Μεταμορφώσεις και αφηγείται τον μύθο δύο νέων παιδιών στη Βαβυλώνα των οποίων οι γονείς ήταν ενάντια στο γάμο τους. Αποφασίζουν να συναντηθούν κρυφά, όπως ο Λύσανδρος και η Ερμία, σ’ ένα ύψωμα έξω από την πόλη, κοντά σε μια πηγή. Η Θίσβη φτάνει πρώτη αλλά κρύβεται γιατί καταφθάνει μια λέαινα. Πάνω στη βιασύνη της αφήνει το πέπλο της και η λέαινα το αρπάζει και το λερώνει με το ματωμένο στόμα της. Μετά από λίγο, το βρίσκει ο Πύραμος, ο οποίος συμπεραίνει ότι η λέαινα κατασπάραξε την Θίσβη και αυτοκτονεί. Όταν αντικρίζει το νεκρό σώμα του Πύραμου, η Θίσβη αυτοκτονεί με το ίδιο σπαθί.
Η επιλογή αυτής της παράστασης δεν είναι τυχαία, αφού ο έρωτας είναι η κινητήρια δύναμη στο Όνειρο Θερινής Νύκτας. Το έργο πραγματεύεται τις δυσκολίες που προκύπτουν στις ερωτικές σχέσεις των ανθρώπων, οι οποίες πρέπει να επιλυθούν ώστε να επιτευχτεί η οριστική και νόμιμη ένωσή τους μέσω του θεσμού του γάμου. Η υπόθεσή του διαδραματίζεται στην αρχαία Αθήνα, στην εποχή του βασιλιά Θησέα. Την ημέρα εκείνη αναγγέλλονται στο παλάτι οι γάμοι του Δούκα της Αθήνας, Θησέα και της βασίλισσας των Αμαζόνων, Ιππολύτης. Εκεί, δέχεται την επίσκεψη του Αιγέα, ο οποίος ζητά την συμβουλή του βασιλιά για την ανυπακοή της κόρης του Ερμίας και επικαλείται έναν αρχαίο αθηναϊκό νόμο, σύμφωνα με τον οποίο η κόρη πρέπει να παντρευτεί το μνηστήρα που διάλεξε ο πατέρας της. Ο εκλεκτός του Αιγέα για γαμπρός είναι ο Δημήτριος. Η Ερμία ωστόσο είναι ερωτευμένη με έναν άλλο νέο, τον Λύσανδρο. Τότε, το διωκόμενο ζευγάρι το σκάει και κρύβεται μέσα στο δάσος. Σύντομα, τους ακολουθεί ο Δημήτριος, ο οποίος θέλει να πάρει πίσω την αγαπημένη του, αλλά και η Ελένη, φίλη της Ερμίας, που είναι ερωτευμένη με τον Δημήτριο. Οι τέσσερις νέοι περνούν τη νύχτα στο δάσος, το οποίο κατοικείται από ξωτικά και νεράιδες.
Το δάσος ως πύλη κάθαρσης και αναγέννησης
Το δάσος είναι ένας παραμυθένιος τόπος όπου βασιλεύουν τα ξωτικά αλλά εκεί οι σχέσεις αλλάζουν, αναπτύσσονται. Ο βασιλιάς Όμπερον και η βασίλισσα Τιτάνια είναι ζευγάρι αφού αυτός την αποκαλεί κυρία του και εκείνη κύριό της. Βέβαια, από τα λεγόμενα τους θεωρούμε ότι η σχέση τους, μπορεί να είναι δεδομένη ωστόσο δεν είναι αυστηρά μονογαμική. Ο καθένας έχει και άλλους συντρόφους. Πιθανότατα, ο Σαίξπηρ μέσα από τον μαγικό κόσμο του δάσους προτείνει μια άλλη μορφή σχέσεων στην οποία ο ερωτικός δεσμός άντρα-γυναίκας δεν τίθεται μέσα στα όρια ενός θεσμοθετημένου γάμου. Κάτι τέτοιο δεν εκλαμβάνεται ως χάος. Το πρόβλημα προκαλείται όταν η ερωτική επαφή παρεμποδίζεται. Η φιλονικία του Όμπερον και της Τιτάνιας προκάλεσε τη στειρότητα της φύσης, τη φυσική ανισορροπία. Η ερωτική σχέση τους παρουσιάζεται ως ένα σύμβολο φυσικής γονιμότητας και ισορροπίας. Όταν αυτοί παύουν να συνευρίσκονται η φύση γίνεται άγονη, επικρατεί σήψη και χάνεται η φυσική σειρά των πραγμάτων.
Για τα τέσσερα νέα παιδιά, την Ερμία, τον Λύσανδρο, την Ελένη και τον Δημήτριο, το δάσος είναι ένα καταφύγιο, ένας χώρος ελευθερίας από την καταπίεση της τάξης και του νόμου, που εκπροσωπείται από τον φορέα του νόμου, τον βασιλιά Θησέα. Γι’ αυτό δεν έχει καμία θέση στον ονειρικό κόσμο του δάσους που ζωντανεύει μόλις δύσει ο ήλιος, κι εκείνος εμφανίζεται πάλι στο προσκήνιο μονάχα όταν έχει πλέον ξημερώσει. Το βράδυ, όμως, ένα έρημο δάσος αποτελεί απειλή της τιμής και της ζωής γιατί κατοικείται από επικίνδυνα θηρία και τέρατα. Η μαγεία, που συνδέεται με την νύχτα αλλά και το ασύχναστο δάσος, θα φέρει αντιμέτωπους τους νέους με τον ίδιο τους τον εαυτό, τους φόβους, τις ανασφάλειες αλλά και τα πάθη τους. Η μαγεία, που εδώ εκδηλώνεται με το μαγικό φίλτρο, στα χέρια του σκανδαλιάρη Πακ γίνεται όργανο πραγματικής ερωτικής αναρχίας, καθώς προκαλεί φοβερή σύγχυση στους ερωτευμένους νέους. Η επήρεια του φίλτρου γίνεται έναυσμα για να υποδείξει ο Σαίξπηρ όλο το εύρος των συναισθημάτων που κυριαρχούν. Ενώ πριν ο Δημήτριος και ο Λύσανδρος αγαπούσαν την Ερμία, τώρα και οι δύο αγαπούν την Ελένη. Οι εραστές αδυνατούν να κατανοήσουν την αλλαγή της συμπεριφοράς τους και αφήνονται να γίνουν φορείς και θύματα παρεξηγήσεων και φιλονικιών. Το δάσος και η φύση τη νύχτα μετατρέπονται σε σκηνή ερωτικών ανατροπών όπου, σε σχέση με την τάξη της πόλης, φαίνονται άναρχες και χαοτικές. Στην πραγματικότητα, η ερωτική δυσαρμονία προϋπήρχε, απλά οδηγήθηκε σε μια κρίση που πρέπει να ξεπεραστεί
Το δάσος λειτουργεί ως πύλη η οποία, μέσω του μαγικού φίλτρου, λειτουργεί ως αφορμή για να εκδηλωθούν οι ασυνείδητοι φόβοι, οι ανασφάλειες και οι επιθυμίες των πρωταγωνιστών. Η νύχτα και η μαγεία τους φέρνουν αντιμέτωπους με το θηρίο που κρύβουν μέσα τους. Η διαμονή τους στο δάσος λειτουργεί ως μια καθαρτική τελετουργία ενηλικίωσης και περάσματος από την κατάσταση της ανεύθυνης ζωής του εργένη και της συναισθηματικής ανωριμότητας, στην υπεύθυνη στάση που καθιστά έναν άνθρωπο ώριμο μέλος της κοινωνίας.
Τα μαγικά πλάσματα ως ενοποιητικό στοιχείο και στα δύο έργα του Σαίξπηρ
Η Τρικυμία θεωρείται το τελευταίο έργο που συνέγραψε ο μεγάλος δραματουργός, γράφτηκε μεταξύ 1610 και 1611 και αποτελεί την κατάληξη και το αποκορύφωμα της σαιξπηρικής δημιουργίας. Ο συγγραφέας εδώ συμπυκνώνει όλα τα θέματα και τα ανθρώπινα πάθη που τον απασχολούν σε κάθε έργο του. Η αρχομανία, η απολυταρχία, η τυραννία, ο διαχωρισμός ανάμεσα στο φαίνεσθαι και το είναι. Και στα δύο έργα, στο Όνειρο Θερινής Νύκτας αλλά και στην Τρικυμία παρουσιάζεται το παιχνίδι της εξουσίας που παίζεται σε όλα τα επίπεδα και με όλα τα μέσα, τόσο στον πραγματικό όσο και στον εξωπραγματικό κόσμο. Αν και το Όνειρο Θερινής Νύκτας και η Τρικυμία έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά, το δεύτερο διαφέρει ως προς το γεγονός ότι εκεί παρουσιάζεται η έννοια της συγχώρεσης και της μετάνοιας, ως μεταστροφής του νου σαν το ανώτερο αγαθό, αφού ο Πρόσπερο συγχωρεί τους σφετεριστές του αλλά και στο τέλος ζητάει άφεση αμαρτιών μέσω της προσευχής.
Εκείνο που ενώνει και τα δύο αριστουργήματα του Σαίξπηρ είναι δύο παρόμοια πρόσωπα ή ακόμα καλύτερα δύο παρόμοια πλάσματα της φύσης, ο Άριελ και ο Πακ. Από την μία, ο ταπεινός Άριελ προσπαθεί να ικανοποιήσει κάθε επιθυμία του αφέντη του, Πρόσπερο, με σκοπό να κερδίσει την πολυπόθητη ελευθερία του, ενώ από την άλλη, ο δαιμόνιος Πακ, στην προσπάθειά του να εκτελέσει κάθε διαταγή και επιθυμία του αφέντη του και αρχηγού των ξωτικών, Όμπερον, δημιουργεί ένα σωρό μπελάδες. Και οι δύο γητεύουν τους ξεστρατισμένους, μεταμορφώνονται σε τελώνια και τρομάζουν κάθε περαστικό. Ο Άριελ παίρνει τη μορφή χίμαιρας και άρπυιας, λειτουργεί ως το αρχέτυπο του κατασκόπου και ενσαρκώνει τέλεια τη μυστική αστυνομία. Ενώ, ο Πακ είναι ο δαιμόνιος, ο θαυματοποιός και γελωτοποιός. Βέβαια, στην Τρικυμία η παρουσία του Άριελ είναι πιο συχνή από την εμφάνιση του Πακ αλλά αυτό δεν μειώνει την προσφορά του Πακ στα γεγονότα. Και οι δύο, ο καθένας με τον τρόπο του, συντελούν στην αποκατάσταση των διαφορών και δίνουν λύση και δικαίωση στους αθώους και όλοι σμίγουν με το ταίρι τους. Είναι και οι δύο υπάκουοι δούλοι των αφεντάδων τους, πιστοί στις εντολές τους και ικανοί να φέρουν εις πέρας τις αποστολές τους. Λειτουργούν με τρόπο μαγικό, σχεδόν εξωπραγματικό, άλλωστε είναι πλάσματα της φαντασίας, αόρατα για τους κοινούς θνητούς και χρησιμοποιούν κάθε μαγικό μέσο για να πετύχουν το σκοπό τους είτε με μαγικά ξόρκια είτε με κάθε είδους μεταμόρφωση. Δευτερεύοντα φαινομενικά πρόσωπα στα δύο αυτά έργα αλλά τα δύο αυτά ξωτικά είναι τα πιο βασικά για την πλοκή των ιστοριών.
Η λειτουργία του υπερφυσικού στοιχείου στην Τρικυμία
Η Τρικυμία πήρε το όνομα της από τη θαλασσοταραχή που προκάλεσε ο μάγος Πρόσπερο, με τη βοήθεια, φυσικά του πιστού του πνεύματος, του Άριελ. Εδώ, οι υπερφυσικές δυνάμεις και οι αυταπάτες που αυτές προκαλούν, αποτελούν θεμελιακό στοιχείο του έργου, καθώς αποτελούν βασικό γνώρισμα του πρωταγωνιστή της, Πρόσπερου, αλλά και καθορίζουν απόλυτα τη δράση του έργου, που εξελίσσεται σ’ ένα ερημικό νησί της Μεσογείου στη διάρκεια μίας και μόνο ημέρας. Στο νησί αυτό ζουν ο έκπτωτος δούκας του Μιλάνου, Πρόσπερο και η κόρη του Μιράντα μετά από τη βίαιη αποπομπή τους από τον αδερφό του Πρόσπερου, Αντόνιο, που σφετερίστηκε το Δουκάτο του Μιλάνου, αφού πρώτα ζήτησε τη βοήθεια του βασιλιά της Νάπολης, Αλόνσο. Αυτή, λοιπόν, τη συγκεκριμένη μέρα της δράσης, ο Αλόνσο μαζί με τον αδερφό του Σεβαστιανό, το γιο του Φερδινάνδο και τον Αντόνιο και με συνοδεία άλλων αυλικών και υπηρετικού προσωπικού επιστρέφουν από την Τύνιδα, όπου ο Αλόνσο πάντρεψε την κόρη του. Στο σημείο αυτό παρεμβαίνουν οι υπερφυσικές δυνάμεις του μάγου Πρόσπερο δημιουργώντας τρικυμία, με αποτέλεσμα το πλοίο να ναυαγήσει και οι ναυαγοί να βρεθούν με μαγικό τρόπο στο ερημικό νησί. Από εκεί και πέρα η δράση εξελίσσεται σύμφωνα με το σχέδιο του πρωταγωνιστή Πρόσπερου, προκειμένου αυτός να εκδικηθεί τους σφετεριστές του θρόνου του για να αποκαταστήσει την αδικία και να επανακτήσει το Δουκάτο του.
Η μαγεία του Πρόσπερου είναι αυτό που στην αναγεννησιακή Ευρώπη αποκαλούσαν Θεουργία, ενώ ο Πρόσπερο αναπαριστά για το κοινό τον μάγο που μπορεί να ελέγχει τις μυστικές δυνάμεις του φυσικού και υπερφυσικού κόσμου. Η μαγεία του είναι αποτέλεσμα βαθιάς γνώσης, ασκητικής πειθαρχίας και τον οδηγεί στην ενάρετη δράση. Να σημειώσουμε εδώ ότι, σύμφωνα με πολλούς κριτικούς, κύρια έμπνευση για τον χαρακτήρα του Πρόσπερο δεν ήταν άλλος από τον ελισαβετιανό επιστήμονα και αστρονόμο, δρα Τζον Ντη, ο οποίος είχε μελετήσει εις βάθος και είχε εντρυφήσει στη Θεουργία, αλλά είναι και ο δημιουργός της σήμερα αποκαλούμενης Ενωχιανής Μαγείας. Πιθανότατα αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο χαρακτήρας του Πρόσπερο πλάστηκε με τέτοιο τρόπο ώστε να προκαλεί τον ίδιο σεβασμό και να αποπνέει το ίδιο κύρος που είχε και ο Τζον Ντη στην εποχή του. Γι’ αυτό και η εξουσία που ασκεί πάνω στον Άριελ καθίσταται δίκαιη, αφού όπως και ο Ντη στα ημερολόγιά του μιλούσε με σεβασμό στις ενωχιανές οντότητες, έτσι και ο Πρόσπερο τρέφει πολύ καλά αισθήματα απέναντι στον Άριελ, και μάλιστα του υπόσχεται ότι θα τον απελευθερώσει ως αντίτιμο για τις υπηρεσίες που του προσέφερε.
Αυτή την υπερφυσική ατμόσφαιρα επιτείνουν ιδιαίτερα τρεις σκηνές. Καταρχάς, η σκηνή του συμποσίου, στην οποία, κάτω από τους ήχους επιβλητικής και παράξενης μουσικής διάφορες μορφές μεταφέρουν ένα τραπέζι με φαγητά και πιοτά, χορεύουν γύρω από αυτό και αφού καλέσουν τον βασιλιά Αλόνσο και τους υπόλοιπους για φαγητό, αποχωρούν. Τη στιγμή που πάνε να φάνε οι καλεσμένοι, εμφανίζεται ο Άριελ με τη μορφή Άρπυιας και το τραπέζι εξαφανίζεται. Στην συνέχεια του έργου, ο Πρόσπερο διοργανώνει προς τιμή της κόρης του Μιράντας και του γαμπρού του Φερδινάνδου μια μουσικοδραματική παράσταση. Στην παράσταση αυτή κάνουν την εμφάνισή τους η Ήρα, η Δήμητρα και η Ίριδα, ενώ Νύμφες στήνουν χαριτωμένο χορό. Το υπερφυσικό αυτό όραμα-δώρο του Πρόσπερου προς τους νεόνυμφους χάνεται ξαφνικά, όταν αυτός συνειδητοποιεί τον κίνδυνο που διατρέχει η ζωή του και τη νέα συνωμοσία που πρέπει να αποκαλύψει. Στο τέλος της τέταρτης πράξης, προκειμένου να τιμωρήσει τους Τρίνκουλο, Στέφανο και Κάλιμπαν για τη συνωμοσία που έπλεξαν εναντίον του, ο Πρόσπερο, με τη βοήθεια του Άριελ, απελευθερώνει διάφορα πνεύματα με τη μορφή σκύλων και λαγωνικών που κυνηγούν εκείνους που τον πρόδωσαν.
Η αποκατάστασης της ισορροπίας
Τόσο το δάσος όπως και το νησί που διαμένει ο Πρόσπερο είναι χώροι που συνδέονται με το εξωπραγματικό, είναι τόποι δοκιμασίας των ηρώων, αλλά δρουν για την αποκατάσταση της φυσικής τάξης. Μπορούν να παρομοιαστούν με πύλες γιατί ακουμπούν περισσότερο στο χώρο της ψευδαίσθησης παρά σε μια χειροπιαστή πραγματικότητα. Πέρα, όμως, από το γεγονός ότι δημιουργούν μια παραμυθένια ατμόσφαρα, κινητοποιούν τη δράση και οδηγούν στη λύση της πλοκής, στην αποκατάσταση της δικαιοσύνης και στην κάθαρση. Το τέλος της Τρικυμίας, ιδιαίτερα, δικαιώνει τον πρωταγωνιστή, Πρόσπερο, διότι εκείνος τελικά συγχωρεί την αδικία που έγινε εις βάρος του, αποδεικνύοντας τη μεγαλοθυμία του κι επιτυγχάνοντας τελικά την εσωτερική του ελευθερία. Αν και πολλοί υποστηρίζουν ότι ο Πρόσπερο εδώ αποποιείται τη μαγεία, προσωπικά πιστεύω ότι εδώ ο Σαίξπηρ χρησιμοποιεί όλο το ποιητικό και γλωσσικό μεγαλείο του για να μας υποδείξει ότι ο πρωταγωνιστής περνάει από τη λήθη στην πλατωνική α-λήθεια, την αλήθεια με α- στερητικό και, εν τέλει, οδηγείται στην κατανόηση του κόσμου.
Βιβλιογραφία
Peterson, Joseph (2002), John Dee’s Five Books of Mystery: Original Sourcebook of Enochian Magic, Weiser Books
Phillip, Hardy (2010), Οβίδιος- The Cambridge Companion, εκδ. Παπαδήμας
Shakespeare, William (2000), Σαίξπηρ: Άπαντα Θεατρικά, Η Τρικυμία, Μπελιές, Ερρίκος (μεταφρ.), Εκδόσεις Κέδρος
Shakespeare, William (1564), Όνειρο Καλοκαιρινής Νύκτας, (2002), Παππά, Μαρία (μεταφρ.), Εκδόσεις Λιβάνη
Shakespeare, William, Midsummer Night’s Dream, Wordsworth Classics (1992) επιμ. & Shakespeare, William, The Tempest, Wordsworth Classics (1994) επιμ.