Συνέντευξη της ποιήτριας Χρύσας Βελησσαρίου στον Παναγιώτη Κάρδαρη
Η κα Χρύσα Βελησσαρίου έχει χαρακτηριστεί η ποιήτρια της ενσυναίσθησης, η οποία μέσα από τα δύσβατα όρη της ψυχής και με λάβαρο την τέχνη του λόγου, αποτυπώνει την φρενήρη πραγματικότητα της ύπαρξης με τον δικό της μοναδικό τρόπο.
Χαίρομαι για τον χρόνο που αφιέρωσε σ’ εμένα, αλλά και στους αναγνώστες, προκειμένου να απαντήσει στις ερωτήσεις μου.
Π.K: Ποια είναι η πηγή της φλόγας σας; Τι είναι αυτό που σας παρακίνησε ώστε να δείτε τον κόσμο μέσα από το υπερβατικό πρίσμα της τέχνης της ποίησης; διόλου «συμβατική» ή «κλισέ».
X.B: Μα φυσικά ο Έρωτας! Τι άλλο; Ο έρωτας των σωμάτων, των ψυχών, της ζωής. Άργησα ν’ ανακαλύψω το Πάθος. Η ζωή μου αποπειράθηκα να υπάρξει τακτική, παραγωγική και μετρημένη. Η τελειότητα, η αριστεία ήταν η επίκτητη εμμονή μου. Το πρώιμο πάθος μου. Η λογική το μέτρο μου. Μου επεβλήθη μέσω της αυστηρής παιδείας και ανατροφής μου. Ήταν η ευκολία για εμένα. Παντού, όπου και αν πάλευα, έλκυα τα πρωτεία με ευκολία. Βεβαίως αυτό συνέβαινε, γιατί επέλεγα να μη παλεύω σε επικίνδυνες παλαίστρες. Ποτέ δεν εισήλθα στο Λαβύρινθο, ποτέ δεν προσπάθησα να σκοτώσω τον Μινώταυρο. Αυτό διακρίνεται και στα πρώιμα ποιήματά μου.
Ίσως και στα όψιμα ακόμη. Έχουν μιαν επίκτητη μετρημένη δομή, ένα λόγο περίτεχνο, αλλά όχι ξέφρενο, είναι αρκετά κομψά. Όχι, όμως εκ των προτέρων, αλλά εκ των υστέρων. Πλέον έμαθα να αφήνω αχαλίνωτο το συναίσθημα και μετά, αφού καταλαγιάσει, να πλάθω το λόγο απ’ την αρχή επιμένοντας στη φειδώ και την τεχνική. Το ομορφαίνω και εξωτερικά το ποίημα, με άλλα λόγια, αφήνοντας και τον νου να κάνει τη δουλειά του. Όταν, λοιπόν, ο Λαβύρινθος βιαίως με κατέκτησε και ο Μινώταυρος κατελήφθη από αμόκ να με κατασπαράξει, το πάθος που παιδιόθεν καταπίεζα ξεχύθηκε σαν άλλος Βεζούβιος, έκαψε αλλά και καθάρισε, απολύμανε, και τώρα εκεί ευδοκιμούν τα αμπέλια του Λόγου… Καμιά φορά, ωστόσο σκέφτομαι ότι η πηγή της φλόγας μου είναι η Στέρησις αυτού του Έρωτος. Άκουσα πέρσι στη Θεσσαλονίκη το Βασίλη Βασιλικό να λέει. Γράφουμε για την έλλειψή μας. Ναι, ίσως τελικά έτσι να είναι.
Π.Κ.: Το οικογενειακό αλλά και το επαγγελματικό σας περιβάλλον, πώς αντιμετωπίζει την επιλογή σας να ανήκετε στον κύκλο των ταξιδιωτών του ονείρου, δηλαδή των ποιητών;
X.B: Θεωρούν ότι τρελάθηκα. Διαβάζουν, όμως, ακούν και κρίνουν συνήθως επιδοκιμαστικά τα ποιήματά μου. Μάλλον είναι αυτό που λέμε «ο γιατρός είπε να λέμε πάντα ναι…» Όσοι με αγαπούν, ζηλεύουν την ποίησή μου. Με κλέβει από αυτούς.
Π.Κ.: Πώς θα περιγράφατε με τρεις λέξεις τον εαυτό σας;
X.B: Παιδί-Γυναίκα-Γριά. Είμαι ένα τρικέφαλο τέρας που μονίμως προσπαθεί ν’ αποδεχτεί και να ζήσει το παρόν του, μονίμως ολισθαίνει είτε προς το παραμύθι είτε προς το θάνατο.
Π.Κ.: Πιστεύετε ότι πρέπει να υπάρχουν όρια στο ποιητικό ύφος; Γενικά ο ποιητής οφείλει να έχει εξευγενισμένο λόγο ή να εκφράζει ακόμα και με ωμό τρόπο τις πιο απόκρυφες και σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης φύσης, προκαλώντας έτσι τα αντανακλαστικά μιας, κατά βάση, συντηρητικής κοινωνίας;
Χ.B: Έμαθα από τον μέντορά μου, τον Φαίδωνα Θεοφίλου, τουλάχιστον θεωρητικά πως ποίηση είναι ό,τι συγκινεί, ό,τι σε κάνει ν’ ανατριχιάζεις. Πολλές φορές μου το έλεγε μόνον έτσι. Άλλες μου μιλούσε για το ρυθμό, τον οποίο οφείλει να έχει ένα ποίημα. Ωστόσο διάβασα κείμενα χωρίς ρυθμό, που έδιναν σ’ εμένα ρυθμό, και δεν θα μπορούσα παρά να τα χαρακτηρίσω ποιήματα. Διάβασα ποιήματα με «κακές» λέξεις, που κι εγώ, όσο κι, αν προσπάθησα, δεν βρήκα άλλες κατάλληλες να τις αντικαταστήσω, ώστε να αποδίδουν το ίδιο ισχυρό συναίσθημα. Έγραψα κι εγώ ποιήματα με «ανάρμοστες» λέξεις, που πάλεψα με την ηθική μου για να τις βάλω, αλλά τελικά επικράτησε η παρόρμησή μου. Δεν ικανοποιούμουν αλλιώς.
Η φωνή μέσα μου μ’ έτρωγε. Κατηγορήθηκα γι’ αυτό από φτασμένους ποιητές. Όφειλα να διατηρώ ένα σταθερό επίπεδο στην ποίησή μου. Όχι εκεί που χρησιμοποιώ λέξεις αβρές να εισβάλει ένα λεκτικό μπουρλότο… Δεν μπορώ, όμως. Είναι αντίθετο στη φύση μου. Αυτό είμαι εγώ. Κι αυτό προσπαθώ να επικοινωνήσω.
Π.Κ.: Στην ζωή σας δέχεστε την επιβολή ορίων, είτε αυτά αφορούν τρίτους είτε προσωπικές επιλογές;
X.B: Ναι, μέχρι να τα θεωρήσω περιττά. Οπότε, δεν ξέρω αν είναι ακριβώς όρια. Μάλλον φράγματα είναι που δημιουργούν μεγάλους ταμιευτήρες ενέργειας, αλλά και λεκτικούς καταρράκτες.
Π.Κ.: Τα όρια οριοθετούν με σκοπό την καλύτερη συμβίωση πάνω στον πλανήτη ή περιορίζουν ευνουχίζοντας τα ταλέντα των ανθρώπων;
X.B: Αν κάποιος αφήνει να του ευνουχίσουν το ταλέντο του, δεν έχει ταλέντο. Αν πάλι κάποιοι θέτοντας όρια νομίζουν ότι εξόρκισαν το πραγματικό ταλέντο, κάνουν λάθος. Ό,τι εμπόδισαν θα επανεμφανιστεί καταρρακτώδες και σε «λάθος» ηλικία. Δυστυχώς αυτό με τα όρια το κάνουμε και οι ίδιοι στον εαυτό μας. Το μόνο όριο που πραγματικά δέχομαι είναι το όριό μου απέναντι στην ελευθερία του άλλου.
Π.K.: Η τέχνη για την τέχνη ή η τέχνη για τον άνθρωπο; Πρέπει να υπηρετεί ένα σκοπό ή αγέρωχα ελεύθερη να δημιουργεί «σκοπό» και «στόχο»;
Χ.Β.: Δεν ξέρω. Μου είπαν ότι αυτό που γράφω είναι Ποίηση. Καταξιωμένοι δάσκαλοι και ποιητές. Ο Αμερικανός καθηγητής πανεπιστημίου, δρ Rip Economou (που αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το νέο βιβλίο μου Momenta Aurantia στο μάθημα της Σύγχρονης Ελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Αριζόνα) μου είπε αστειευόμενος μια μέρα «Trust the old teacher! What you write IS Poetry». Αν, λοιπόν, κρίνω από το τι ΝΙΩΘΩ εγώ ως ποιήτρια-καλλιτέχνης, η τέχνη δεν είναι για κανέναν. Η τέχνη είναι η εμμονή του καλλιτέχνη. Αυτός είναι αδύνατον να μην δημιουργήσει μέσω αυτής ό,τι ακριβώς τον διατάσσει η παρόρμησή του. Κι αν δεν το κάνει νομίζει ότι πνίγεται, ότι είναι δούλος, αμύνεται ενάντια στην εξαφάνιση. Επιπλέον, με την τέχνη και μόνο έχει μανιωδώς επιλέξει για αδιερεύνητους λόγους να προσπαθεί να επικοινωνεί – όλα τα άλλα που κάνει τα θεωρεί επίφαση επικοινωνίας. Το μαγικό είναι, όμως, ακριβώς αυτό. Το ότι τελικά πετυχαίνεις το αντίθετο απ’ ό,τι είναι λογικά ορθό μέσω της τέχνης.
Π.Κ.: Η ζωή σας είναι η ποίηση ή ποίηση είναι η ζωή σας; Τι θα συμβουλεύατε τους νέους ποιητές και γενικότερα τους νέους καλλιτέχνες;
Χ.Β.: Στην αρχή ως νέος ποιητής νομίζεις ότι με την ποίηση εκφράζεις και εκτονώνεις τα συναισθήματά σου, τη συναισθηματική σου ζωή. Είναι μια άχαρη και επικίνδυνη περίοδος. Επιθυμείς διακαώς να επικοινωνήσεις, να κοινοποιήσεις, αισθάνεσαι να γελοιοποιείσαι εν μέρει, να εκτίθεσαι. Είναι μια παγίδα που σου στήνουν οι λέξεις για να σε κατακτήσουν. Οι λέξεις όταν μετά σου γίνουν αναγκαίες, όταν γίνουν το πάθος σου, μετουσιώνονται στο αιθέριο ον που κρύβεις στο υποσυνείδητό σου, που δεν αναγνωρίζεις λογικά και που δεν ελέγχεις, το ον, το οποίο σαν μάθει να ελευθερώνεται, συχνά δεν το αναγνωρίζεις. Είναι τόσο ελεύθερο που δεν το περιορίζεις, το θαυμάζεις και σε προχωρεί σε διαστάσεις που ουδέποτε φαντάστηκες.
Τότε ζεις για την ποίηση, ακόμα κι αν ουδέποτε αναγνωρίσεις τον εαυτό σου ως ποιητή. Τότε γράφεις, γιατί δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς. Τότε η ζωή σου «μετρά» λιγότερο απ’ την ποίησή σου. Από αυτή την περίοδο νομίζω, και ανάλογα με το ταλέντο σου, μπορεί να θεωρηθείς και πραγματικός ποιητής.
Π.Κ.: Ποιες λογοτεχνικές μορφές του χθες και του σήμερα θεωρείτε ότι έχουν επηρεάσει τον τρόπο έκφρασής σας;
Χ.Β.: Διαβάζω ποίηση ελληνική και ξένη από το πρωτότυπο από τα παιδικά μου χρόνια και από εσωτερική παρόρμηση. Δεν το θεωρούσα ποτέ ως λογοτεχνική ανάγνωση. Αλλά ως βιωματικό πέταγμα. Θαυμάζω ποιητές που ουδέποτε συγκρίθηκαν από κανέναν με ό,τι γράφω. Ανήγαγαν κάποιοι τα ποιήματά μου σε ποιητές που διάβασα, αφού μου τους επισήμαναν. Όλοι είμαστε μιμητικά όντα, υπό αυτή την έννοια πέρα από τον έμφυτο ρυθμό μου επηρεάστηκα σίγουρα από ρυθμούς, ήχους, και μελωδίες, που ποτέ όμως δεν αναγνώρισα ή ταυτοποίησα. Δεν το λέω από έπαρση – πιστεύω ότι είμαι ένα απομονωμένο εσωτερικά ον, που προσπαθεί να τραγουδήσει με το δικό του ρυθμό σ’ ένα κόσμο παρόμοιων ήχων. Δεν πιστεύω στη μελέτη των προτύπων, αν και πάντα αθέλητα μας επηρεάζουν, τελικά. Όσο πιο πολύ μελετάς μπορεί να επηρεαστεί κάπως η τεχνική σου. Αλλά πιστεύω ότι, αν σου είναι ανάγκη η ποίηση, τότε η ανάγκη αυτή εκφράζεται με τη δική σου φωνή αποκλειστικά.
Π.Κ.: Πρόσφατα κυκλοφόρησε η νέα σας ποιητική συλλογή από τις εκδόσεις «Άλλωστε», με τίτλο «Momenta Aurantia». Τι σας παρακίνησε να διαλέξετε αυτόν τον τίτλο και τι ακριβώς πρέπει να περιμένει ο αναγνώστης ανοίγοντας τις σελίδες της δημιουργίας σας; Ποιες είναι οι λέξεις κλειδιά που θα μπορούσαν να περιγράψουν τα ποιήματα που εμπεριέχονται στη συλλογή;
Χ.Β.: Όπως αναφέρω και στο οπισθόφυλλο της έκδοσης, για την οποία, όχι μόνο για το περιεχόμενο, αλλά και για τη μορφή αισθάνομαι περήφανη και ευγνώμων, το επίθετο aurantia είναι η αρχαιότερη λέξη για το πορτοκαλί χρώμα στην Ευρώπη. Οι αρχαίοι Έλληνες δεν διέθεταν, απ’ όσο ερεύνησα, ανάλογη λέξη. Momenta Aurantia λοιπόν στα λατινικά είναι οι «Πορτοκαλί Στιγμές». Το πορτοκαλί είναι το χρώμα που εκφράζει ωριμότητα και αισιοδοξία, συναισθηματική πληρότητα και πνευματική διαύγεια κι είναι το αγαπημένο μου χρώμα.
Θέλησα να παρουσιάσω ποιήματά μου με έντονες αναφορές σε υπαρξιακά ζητήματα όπως φυσικά το θάνατο, τη γέννηση, την πίστη, το μεταφυσικό ή το ένστικτο, την χωρίς όρους αγάπη, την έννοια της ψυχής και τη σχέση της με το σώμα, την σύνδεσή της και έκφρασής της με το ασυνείδητο και το υποσυνείδητο, την ψυχασθένεια, την ασθένεια, τον πόνο, τη ΖΩΗ. Με αγκίστρι για όλα αυτά μια ερωτική ιστορία, που εξελίσσεται με ερωτικούς μονολόγους από τον άνδρα και τη γυναίκα, που αγωνίζονται να απελευθερώσουν τον έρωτά τους από τη φθορά, την απομάκρυνσή τους από τον πόνο και τη θλίψη. Aυτοί που πασχίζουν να συνδέσουν τη σχέση τους με κάτι, που σαν όνειρο και εσωτερικότητα μένει αιώνιο, υπερβαίνει το παρελθόν και το μέλλον τους και επιμένει εκτός χρόνου και τόπου, σαν ένα τεράστιο τώρα, έξω από συμβάσεις και λογική. Προσπάθησα να εγκιβωτίσω με άλλα λόγια το μεγαλείο της προσέγγισης δύο προσώπων, τα οποία, εκ γενετής είναι μόνα και τελικά φεύγουν μόνα, το ένα συν ένα ίσον ένα που καρφώνεται ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, σπάνια αλλά μαγικά.
Π.Κ.: Τον Σεπτέμβρη του 2015 έλαβε χώρα το διεθνές φεστιβάλ της Beat Poetry, κι εσείς είχατε την τιμή να είστε η συντονίστρια των Ελλήνων συμμετεχόντων. Μπορείτε να μοιραστείτε μαζί μας την εμπειρία σας και τη γεύση που σας άφησε αυτή η μεγάλη προσπάθεια; Πώς θα χαρακτηρίζατε με μια λέξη την όλη διαδικασία;
X.B.: Θα τη χαρακτήριζα ως εμπειρία. Μ’ αρέσει να πειραματίζομαι με ομάδες και όταν πήρα την απόφαση να φιλοξενήσω εγώ αυτή την εκδήλωση, αν και είχα ξανασχοληθεί με διεθνείς εκδηλώσεις τα προηγούμενα χρόνια, δεν είχα υπόψη μου ούτε το εύρος των καλλιτεχνών που θα έπαιρναν τελικά μέρος ούτε το πλήθος των χωρών και των πανεπιστημιακών και καλλιτεχνικών ιδρυμάτων που θα αναμειγνύονταν παγκοσμίως. Όταν αντιλήφθηκα ότι επρόκειτο για μια τόσο μεγάλη διοργάνωση, ήταν αργά πλέον να κάνω πίσω. Εξάλλου ο διοργανωτές ήταν εξαιρετικά υποστηρικτικοί κι ενθαρρυντικοί. Δέχτηκαν όλες τις προτάσεις μου για την ιδιόμορφη αυτή εκδήλωση, που δεν διενεργήθηκε μπροστά σε ζωντανό κοινό ως είθισται, αλλά μέσω υπολογιστή στο Google hangout on air με ταυτόχρονο live stream στο YouTube για τα μουσικά βιντεοδιαλείμματα. Συμμετείχαν και συνεργάστηκαν εξαιρετικά γύρω στους τριάντα Έλληνες και ξένοι ποιητές online σύγχρονα, ασύγχρονα με βίντεο που έστειλαν αλλά και με δικές μου απαγγελίες έργων κάποιων από αυτούς.
Η εκδήλωση μεταδιδόταν για οκτώ περίπου ώρες, και μέχρι τώρα το σύνολο των θεατών, Ελλήνων και ξένων, ξεπερνά τους εξακόσιους. Η εκδήλωση σημειωτέον ότι ακόμα δεν αναρτήθηκε στο επίσημο αμερικάνικο site του φεστιβάλ. Οι ποιητές που συμμετείχαν θα εκδοθούν και στην ανθολογία του φεστιβάλ. Αισθάνομαι ιδιαίτερα χαρούμενη κυρίως γιατί η ελληνική ποιητική φωνή ακούγεται και θ’ ακουστεί και περισσότερο τόσο μαζικά στο εξωτερικό και που τόσοι εξαίρετοι ποιητές που πήραν μέρος, έχουν την ευκαιρία να γίνουν ευρύτερα αναγνωρίσιμοι. Αισθάνομαι όμως και την ευθύνη αυτό που έγινε να καταφέρω να παρουσιαστεί το ίδιο ή κάτι καλύτερο του χρόνου ζωντανά σε ευρύτερο κοινό.
Π.Κ.: Έρωτας και θάνατος, δύο έννοιες που κατά τον Ηράκλειτο αποτελούν τις όψεις του ενός και μόνου νομίσματος, αφού «Άδης και Διόνυσος εν και ωυτό» (μτφ: Έρωτας και θάνατος ένα και το αυτό). Στην ποίηση δεν ισχύει κατά κάποιο τρόπο το ίδιο;
X.B: Στην ποίηση, στη ζωή… Ω ναι! Στη ζωή μου με ποίηση πεθαίνω για ν’ αγαπώ, κι αγαπώ μέσα απ’ αυτήν, γιατί νιώθω και συνειδητοποιώ ότι πεθαίνω, κι όλο αυτό το άνθος εντός μου θέλω να ανοίξει μπρος στα μάτια του συνανθρώπου, πριν μαραθεί, μια που δεν αξίζει να χαίρομαι μόνη μου την ομορφιά όσων νιώθω. Η ποίησή μου, τα ροδοπέταλα της ανθισμένης ψυχής μου που μάδησα και ραίνω τον αναγνώστη, για να ζήσω κατά κάποιο τρόπο και μέσα απ’ αυτόν. Να μοιραστώ και ν’ αναγεννηθώ.
Π.Κ.: Έχετε σχέδια για το μέλλον ή κάτι ενδιαφέρον που θα θέλατε να το μοιραστείτε μαζί μας;
Χ.Β.: Όχι, ασχολούμαι όμως εμβριθώς και καθημερινά με τη Μαγεία του Παρόντος. Οπότε πιστεύω ότι σύντομα ένας καινούργιος, ακόμα πιο γλυκός, καρπός μου θα ωριμάσει, και θα τον προσφέρω με πολλή αγάπη ως θυσία ψυχής στο κοινό μου, ευγνώμων για την επικοινωνία που μου επιστρέφει διαρκώς. Το όνειρό μου είναι να γράψω ένα μεταφυσικό ποίημα, κάτι σαν λυρικό έπος.
Αθήνα, Δεκέμβριος 2015