Αδιέξοδο

Η μοναξιά μοιάζει με γκρίζα σκόνη. Σε αγγίζει απαλά, πέφτει πάνω σου αθόρυβα και ανεπαίσθητα. Συσσωρεύεται σταδιακά και κάποια στιγμή αγγίζεις τον εαυτό σου και ανακαλύπτεις ότι σ’ έχει καλύψει μια λεπτή κρούστα που κολλάει στα δάχτυλα και δεν φεύγει με τίποτα. Αλλά τότε είναι πια αργά. Έχεις ξεμάθει τους ανθρώπους. Και η σκόνη συνεχίζει να πέφτει επάνω σου σαν χιόνι και ξέρεις ότι μια μέρα θα σε παραμορφώσει, θα σε μετατρέψει σε κάτι άμορφο, μη αναγνωρίσιμο. Έζησα εκείνη τη στιγμή όταν βρέθηκα στο αδιέξοδο. Σ’ ένα δρομάκι στην Κυψέλη που τελείωνε απότομα, μπροστά στον τσιμεντένιο και τυφλό τοίχο μιας πενταόροφης πολυκατοικίας. Δεξιά και αριστερά μου υπήρχαν παρόμοιοι τοίχοι από τσιμέντο, γκρίζοι και αυτοί και λεκιασμένοι απ’ τα διαβρωτικά δάχτυλα του χρόνου. Ανάμεσά τους διαγραφόταν ένα τετράγωνο μολυβένιου ουρανού. Τον είχαν καλύψει βαριά σύννεφα που σέρνονταν αργά, φορτωμένα με τις υποσχέσεις μιας γερής βροχής. Μια παράξενη στασιμότητα απλωνόταν εκεί πέρα. Μια απουσία κίνησης που τονιζόταν απ’ το διάχυτο βουητό των αυτοκινήτων που περιπλανιόνταν στους δρόμους των γύρω οικοδομικών τετραγώνων. Αλλά εκεί μέσα δεν κουνιόταν απολύτως τίποτα. Ούτε καν ο αέρας που ανέπνεα και ο οποίος έμοιαζε πυκνός και ομοιόμορφος σαν πελώρια μάζα από αόρατο βαμβάκι.
Ήταν παραμονές Χριστουγέννων. Η πόλη είχε κατακλυστεί από γιορταστικά φωτάκια, οι τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα εξέπεμπαν κονσερβαρισμένες δόσεις ευτυχίας και τα καταστήματα περίμεναν ανυπόμονα τους πελάτες που θα τους πρόσφεραν μια ανάσα ζωής.
Ούτε που κατάλαβα πως είχα καταλήξει σ’ εκείνο το παράξενο δρομάκι. Μάλλον είχα πάρει μια λάθος στροφή και αντί να βρεθώ στην αρχή της παρόδου που θα μ’ έβγαζε στο τοπικό σούπερ-μάρκετ, χώθηκα εκεί μέσα, βυθισμένος σε σκέψεις που καταβρόχθιζαν την προσοχή μου. Τώρα ήμουν περικυκλωμένος από πανύψηλους τοίχους. Ήταν σαν να είχα κατέβει στον πάτο κάποιου πηγαδιού. Κράτησα την αναπνοή μου και άφησα το μυαλό μου ν’ απορροφήσει εκείνη τη βουερή ακινησία. Θα μπορούσα κάλλιστα να είμαι ο τελευταίος ζωντανός άνθρωπος στη Γη και το ακατάπαυστο εκείνο βουητό να παραγόταν απ’ τα σιδερένια παιδιά των ανθρώπων, από τιτάνιες μηχανές που θα συνέχιζαν να λειτουργούν άσκοπα και για πάντα. Και τότε το αδιέξοδο δρομάκι λειτούργησε σαν καταλύτης. Ένιωσα μια σύγκλιση, λες και δυο διαφορετικά μονοπάτια της ζωής μου που ξετυλιγόταν σε παράλληλους κόσμους είχαν διασταυρωθεί σ’ εκείνη την ενδιάμεση ζώνη. Τη στιγμή που ένιωσα ότι ήμουν εντελώς μόνος, κατάλαβα ότι κατηφόριζα τη σπειροειδή σκάλα της μοναξιάς εδώ και πολύ καιρό:
Δούλευα στο τηλεφωνικό κέντρο κάποιας εταιρίας πωλήσεων, όπου ξόδευα οκτώ ώρες απ’ τη ζωή μου καθημερινά, αντιμέτωπος με την ενστικτώδη αγένεια δυσαρεστημένων ανθρώπων. Περνούσα βαρετά απογεύματα στο σπίτι μου παρακολουθώντας τις τεχνητές ζωές φανταστικών χαρακτήρων που ξετυλίγονταν στο επίπλαστο σύμπαν μιας τηλεοπτικής οθόνης. Οι φίλοι μου είχαν χαθεί, κάποιοι είχαν παντρευτεί, κάποιοι είχαν μετοικίσει στο εξωτερικό, κάποιοι λίγοι είχαν πεθάνει. Και τώρα δεν είχε απομείνει κανείς.
Εκείνη τη στιγμή ένιωσα εντελώς άδειος. Μεταμορφώθηκα σ’ ένα πλαστικό ανδρείκελο με ζωγραφισμένα μάτια, σαν αυτά που στολίζουν τις βιτρίνες των καταστημάτων. Ένα απλό σπρώξιμο θα έφτανε για να σωριαστώ κατάχαμα.
Μια υπόκωφη βροντή γεννήθηκε στον περίκλειστο ουρανό. Κατρακύλησε πάνω στους τσιμεντένιους τοίχους κι έπεσε πάνω μου σαν αφρισμένος καταρράκτης. Έφερε μαζί του τις πρώτες στάλες της βροχής. Κάλυψα το κεφάλι μου με την κουκούλα του μπουφάν μου, έβαλα τα χέρια στις τσέπες και ετοιμάστηκα να επιστρέψω στο θορυβώδη κόσμο των υπόλοιπων ανθρώπων. Τότε, κάτι με σταμάτησε. Ένα παραπονιάρικο νιαούρισμα. Κοίταξα ολόγυρα και εντόπισα την πηγή του. Μια μικρή μπαλίτσα, χνουδωτή και ολοστρόγγυλη που ήταν μαζεμένη σε μια γωνιά. Δυο πελώρια μάτια που είχαν το ζεστό χρώμα του κεχριμπαριού με κοιτούσαν ικετευτικά και φοβισμένα. Ένα μικρό γατάκι που, άγνωστο πώς, είχε πέσει εκεί μέσα. Το τρίχωμα του ήταν γκριζωπό, σαν τους τοίχους που μας έκλειναν, γι’ αυτό φαίνεται δεν το είχα προσέξει. Εκείνο έτρεμε, ίσως από προσδοκία, ίσως απ’ το φόβο του, ίσως εξαιτίας της παγωνιάς της χειμωνιάτικης εκείνης μέρας. Για μια στιγμή σκέφτηκα να το αφήσω μόνο του. Σίγουρα κάποιος άλλος θα το μάζευε ή θα ερχόταν η μάνα του να το πάρει μαζί της. Αλλά εκείνο νιαούρισε για δεύτερη φορά και υπήρχε μια σπαρακτική ικεσία σ’ εκείνο το νιαούρισμα, μια φλογίτσα ελπίδας που τρεμόπαιζε αδύναμα ενάντια στις στάλες της βροχής που άρχισαν να πέφτουν πάνω του.
Γονάτισα μπροστά του, άπλωσα αργά τα χέρια μου για να μην το τρομάξω και εκείνο φώλιασε ανάμεσά τους. Τα μάτια του, εκείνες οι δίδυμες λιμνούλες του λαμπερού φωτός, εστιάστηκαν στο πρόσωπό μου γεμάτα εμπιστοσύνη και τότε ο κόσμος άλλαξε. Οι ψυχρές ψιχάλες σταμάτησαν να πέφτουν. Αιωρήθηκαν γύρω μας σαν ολοστρόγγυλες σφαίρες από κρύσταλλο που αντανακλούσαν το φως της χαράς που άστραφτε μέσα σ’ εκείνα τα χρυσαφένια μάτια.
Έσφιξα το γατάκι στην αγκαλιά μου και εκείνο μου έγλειψε τα δάχτυλα με τη ρόδινη γλωσσίτσα του. Ένιωσα την καρδούλα του να χτυπάει ξέφρενα μέσα στο γούνινο στηθάκι του. Μια γλυκιά ζεστασιά γεννήθηκε εκεί μέσα και απλώθηκε σε όλο μου το σώμα.
Δεν ήμουν πια μόνος!
Έρικ Σμυρναίος

More From Author

Το εγκώμιο της δυσοσμίας

Οι Μαγικοί Κόσμοι του Λιν Κάρτερ