Γράφει ο Παναγιώτης Κάρδαρης∼Μεσόγειος, η μήτρα της μουσικής. Η μυστηριώδης υδάτινη κοιλάδα της Μεσογείου, η κοιτίδα του δυτικού πολιτισμού, όπως αυτός εξελίχθηκε από τα αρχαία χρόνια έως και τα σκοτεινά μονοπάτια του μεσαίωνα, τα πιο ελεύθερα χρόνια του διαφωτισμού μετέπειτα και της φωτεινής αναγέννησης, ανάπτυξε στα σπλάχνα της την μουσική τέχνη και επιστήμη.
Μουσικές μελωδίες, όργανα παραγωγής ήχων, αρμονικά μέλη, συνόδευαν άριστα τα θεατρικά δρώμενα, τις θρησκευτικές τελετές, τα Μυστήρια, τις χαρές και τις λύπες της καθημερινότητας των ανθρώπων, από άκρη σε άκρη του τότε γνωστού κόσμου. Αλήθεια! Πόσο μαγικά γοητευτική είναι η μουσική, πόση θετική ή και αρνητική επίδραση ασκεί στον άνθρωπο ο ήχος που παράγεται από ένα μουσικό όργανο; Ψάχνουμε την μαγεία και την αρμονία στα άυλα και στα αόρατα, στις χίμαιρες του νου και στους βάλτους ενός δήθεν πνευματικού κόσμου και δεν την ψάχνουμε δίπλα μας στα απλά και καθημερινά, στο τρίξιμο των χορδών μια κιθάρας, στις μελωδίες που σκορπάει το κανονάκι ή στο κλάμα της λύρας. Ας πάμε να δούμε τώρα μαζί ένα άλλο μαγικό εργαλείο, το οποίο θα έχετε ακούσει σήμερα ως εκκλησιαστικό όργανο και θα το έχετε, τουλάχιστον οι περισσότεροι από εσάς, συνδέσει με τον δυτικό χριστιανισμό ή με τις μελωδίες του Μπαχ και άλλων κλασικών.
Πράγματι, η χρήση του εκκλησιαστικού οργάνου απαντάται σήμερα στους καθεδρικούς ναούς της δυτικής εκκλησίας, στα Επτάνησα και όπου αλλού πέρασαν οι δυτικοί ως κατακτητές. Ακόμα και σήμερα, στους τόπους που το εκκλησιαστικό όργανο, ή απλά orgue, εισήχθη στην λατρεία, πιστεύεται ότι είναι δυτικό όργανο που επιβλήθηκε από τους κατακτητές! Πολλοί μάλιστα νεοέλληνες ορθόδοξοι το απορρίπτουν στην συνείδησή τους ως όργανο συνδεδεμένο με τον πάπα και την ρωμαιοκαθολική εκκλησία! Όμως, το δυτικό αυτό όργανο είναι πράγματι μόνο δυτικό; Η απάντηση είναι όχι, και για να καταλάβουμε γιατί είναι όχι δεν έχουμε παρά να ταξιδέψουμε μαζί στην ιστορία του.
Αλεξάνδρεια, η γη της γέννησης της υδραύλεως
To αερόφωνο όργανο, που έγινε αργότερα γνωστό ως «Orgue» και σήμερα το γνωρίζουν οι περισσότεροι ως εκκλησιαστικό όργανο, είναι η ύδραυλις. Η κατασκευή της υδραύλεως ανάγεται 2200 πριν την εποχή μας, περί το 200 π.Χ. στην πόλη της αρχαίας σοφίας, την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Πατέρας και κατασκευαστής της ήταν ο Έλληνας Κτησίβιος ο Αλεξανδρέας, ο οποίος θεωρείται και πατέρας της «Πνευματικής», της τέχνης διαχείρισης του αέρα με τη χρήση αερόφωνων οργάνων, όπως δηλαδή η ύδραυλις. Αερόφωνα, για όποιον δεν γνωρίζει, ονομάζονται στη μουσικολογία και την οργανολογία, εκείνα τα μουσικά όργανα στα οποία ο ήχος παράγεται μέσω της δόνησης μιας στήλης αέρα, χωρίς φυσικά την χρήση άλλων εξωτερικών παρεμβάσεων, όπως είναι οι χορδές. Λέγεται, μάλιστα, ότι ο Κτησίβιος, πιστός στην πυθαγόρεια παράδοση περί αρμονίας, προσάρμοσε αυτό το αερόφωνο μουσικό όργανο στις μαθηματικές μελέτες του Πυθαγόρα!
Η τελειοποίηση, όμως, της υδραύλεως, οφείλεται στο γιο του Κτησίβιου, τον Ήρωνα, τον επονομαζόμενο Μαθηματικό. Αναφορές στην κατασκευή και τη χρήση της συναντάμε τόσο στον Ήρωνα όσο και στον Ρωμαίο συγγραφέα, μηχανικό και αρχιτέκτονα Βιτρούβιο (1ος αι. π.Χ.). Επίσης, αναφορά για την ύδραυλη βρίσκει κανείς στον Αθηναγόρα τον Δειπνοσοφιστή και αλλού. Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να αναφέρω, για την ιστορία, ότι ο Κτησίβιος ήταν άνθρωπος πολυμήχανος, κι εκτός από την Ύδραυλη, η οποία θεωρείται ως το πρώτο πολυφωνικό μουσικό όργανο της μουσικής ιστορίας της Δύσης, είχε εφεύρει ένα σωρό χρηστικές μηχανές, όπως η αντλία πίεσης, υδραυλικούς καταπέλτες, υδραυλικό ρολόι και άλλες πρωτόγνωρες για την εποχή κατασκευές.
Η Δομή του Οργάνου
Από τις μαρτυρίες που σώζονται γνωρίζουμε ότι η ύδραυλίς ήταν στην ουσία μια μεγάλη σύριγγα σαν τεράστιος αυλός, είχε ήχο οξύ και αποτελούνταν από μια σειρά καλαμωτών σωλήνων μέσα στους οποίους διοχετεύονταν αέρας. Οι σωλήνες διαβαθμίζονταν ανάλογα με το μήκος τους και στα στόμια των αυλών παρέχονταν αέρας, ενώ κάτω από αυτούς βρίσκονταν ο πνιγέας, που δεν ήταν άλλο από τον κοίλο πυθμένα μιας δεξαμενής νερού, που βρίσκονταν επίσης κάτω από τους αυλούς. Η χρήση του πνιγέα ήταν σημαντική καθώς από τη βάση, η οποία είχε οπές, έμπαινε νερό και από τους σωλήνες, οι οποίες βρίσκονταν στην κορυφή, αέρας. Ένας από τους σωλήνες λύγιζε κι επικοινωνούσε με ένα είδος αντλίας, την πυξίδα, η οποία εισήγαγε με δύναμη αέρα στον πνιγέα, ο οποίος, στη συνέχεια, κατέληγε σε μια στεγανή κοιλότητα πάνω από τη δεξαμενή. Οι αυλοί στο κατώτερο μέρος τους είχαν γλωσσοκόμους με διάτρητες γλωσσίδες, οι οποίες συνδέονταν με μοχλούς που τις πίεζαν προς τα μέσα. Έτσι ο αέρας μεταφέρονταν στον αυλό, και ιδού, μέσα από αυτήν την πολύπλοκη διαδικασία παράγονταν ήχος. Η λειτουργία του οργάνου πάντως ήθελε παραπάνω από έναν άνθρωπο, κι έτσι κάποιος, συνήθως δούλος, παρήγαγε αέρα, ενώ ο εκτελεστής έπαιζε τη μελωδία του. Στην εξέλιξη της υδραύλεως, οι μοχλοί αντικαταστάθηκαν από κάτι ακόμα πιο εύχρηστο, από πλήκτρα. Έτσι, θεωρείται από τα πρώτα πληκτροφόρα πολυφωνικά όργανα της γνωστής ιστορίας. Η χρήση εδώ του ύδατος και του αέρα παρήγαγε ένα από τα εκπληκτικότερα μουσικά αποτελέσματα της ανθρώπινης τέχνης.
Από την Αλεξάνδρεια στο Βυζάντιο
Η ύπαρξη και λειτουργία ενός τέτοιου οργάνου δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη από τους αναδυόμενους πολιτισμούς των ελληνιστικών χρόνων, κι έτσι η χρήση της υδραύλεως απαντάται και στη Ρώμη. Ας μην ξεχνάμε ότι η χρήση της ήταν και πολεμική, στις εκστρατείες κτλ, αλλά κι επιβλητική, για αυτή τη δεύτερη ιδιότητά της, άλλωστε, έγινε δημοφιλής στο Βυζάντιο. Στους πρωτοβυζαντινούς αλλά και στους μετέπειτα χρόνους, το εκκλησιαστικό όργανο (orgue) είχε κοσμική χρήση, δηλαδή χρησιμοποιήθηκε στις μεγάλες κοσμικές τελετές, τις δοκιμασίες των αγωνισμάτων και αλλού, αλλά όχι στην λατρεία. Γενικά, αυτή η περίοδος χαρακτηρίζεται από μία δυαδική μουσική νοοτροπία. Η μουσική χωρίστηκε σε λόγια (θρησκευτική) και σε λαϊκή (η θυμελική μουσική των λαϊκών στρωμάτων), και η μουσική της λατρείας παράμεινε χωρίς μουσικά όργανα στην προσπάθεια να εξοβελιστεί η νοοτροπία της αρχαίας θρησκείας, αλλά και να ομογενοποιηθεί όλη η πολυμορφία των εντελώς διαφορετικών πολιτισμών που είχαν εκχριστιανιστεί μέσα στο λατρευτικό και δογματικό της πλαίσιο. Η δε βυζαντινή αυλή, όμως, ακολούθησε μια τρίτη οδό, αυτή της μεγαλοπρέπειας, που ταίριαζε σε μια αναδυόμενη αυτοκρατορία.
Σε αυτήν την περίοδο, ως εκκλησιαστικό όργανο εννοούμε την εξέλιξη του οργάνου του Κτησίβιου, το βυζαντινό πολύαυλο, όπου ο μηχανισμός της υδραύλεως αντικαταστάθηκε μ’ ένα σύστημα αποτελούμενο από μεγάλα φυσερά. Μπορεί, λοιπόν, ο πολύαυλος να μην βρήκε θέση στη λατρεία και τις θρησκευτικές τελετές, αλλά βρήκε οπωσδήποτε περίλαμπρη θέση στο τυπικό, το πρωτόκολλο θα λέγαμε σήμερα, των τελετών του παλατιού, των οποίων αποτελούσε, μέχρι τον 8ο αι. και ίσως και περισσότερο, αναπόσπαστο κομμάτι.
Μια ματαιόδοξη αυλή
Η βυζαντινή αυλή, οι τελετάρχες και οι αυλικοί της, ανύψωσαν τον πολύαυλο, αυτό το όργανο που κάποτε εμπνεύστηκε ο εφευρετικός Αλεξανδρινός Κτησίβιος, σε αυτοκρατορικό σύμβολο. Τόσο σπουδαίας σημασίας ήταν η χρήση του και η εμφάνισή του στα σαλόνια του παλατιού, που πολλές ήταν φτιαγμένο από χρυσό! Αυτό εξυπηρετούσε στον εντυπωσιασμό των ξένων πρεσβευτών, έτσι ώστε να εισπράττουν το μήνυμα του πόσο ισχυρή και ατρόμητη ήταν η Αυτοκρατορία. Άλλωστε, τι αυτοκρατορική αυλή θα ήταν αυτή, αν δεν είχε η συνταγή, εκτός από την ίντριγκα και την ανάλογη ματαιοδοξία, την τάση επίδειξης πλούτου και ισχύος καθώς και την τόσο εξυπηρετική λάμψη του παγωνιού;
Φανταστείτε να είστε σε ένα τέτοιο περιβάλλον, όπου υπηρέτες πάνε κι έρχονται, αυτοκράτορες και αυτοκράτειρες είναι θρονιασμένοι σε θρόνους απίστευτης ομορφιάς και πολυτέλειας, αυλικοί και άρχοντες να είναι περιβεβλημένοι με χρυσοποίκιλτα ενδύματα, ίντριγκες σε πηγαδάκια δολοφόνων που εξυφαίνουν τον ιστό τους από άκρη σ’ άκρη σε όλη την αίθουσα, και όλα αυτά κάτω από το φως πυρσών, ανάγλυφων χρωματιστών πολυελαίων οι οποίοι ρίχνουν το μυστηριακό τους φως πάνω στους άρχοντες της γης, και όλα αυτά κάτω από την επιβλητική μουσική ενός τέτοιου μεγαλειώδους οργάνου. Ε! κι εσείς αν ήσασταν στην θέση των Βυζαντινών, θα θέλατε να τα γεύονται όλα αυτά οι ξένοι πρεσβευτές γιατί, αν μη τι άλλο, θα είχατε κερδίσει την μάχη των εντυπώσεων, πριν τον αγώνα των διαπραγματεύσεων. Ω, ναι, το Βυζάντιο είναι η εποχή της ίντριγκας και του θολού τοπίου και, κατά την ταπεινή γνώμη του γράφοντος, είναι η καλύτερη περίοδος για να μελετήσει κανείς τα βάθη της ανθρώπινης φύσης. Επειδή, όμως, δεν πρέπει να καταχραστώ άλλο τον χρόνο σας και τον χώρο αυτής της σελίδας ας συνεχίσουμε στο θέμα μας.
Από τα παλάτια της ανατολής στα παλάτια της Δύσης
Πώς, όμως, η δυτική εκκλησία και γενικά η δυτική ποικιλόμορφη κι ετερογενής επικράτεια εισήγαγε στη δική της τελετουργική παράδοση το εκκλησιαστικό όργανο; Ας απαντήσουμε ταξιδεύοντας πίσω στα μονοπάτια του χρόνου και ρυθμίζοντας τη χρονομηχανή μας να μας πάει πίσω στα χρόνια του Κωνσταντίνου του Κοπρώνυμου, τον όγδοο αιώνα, στα μέσα της αίγλης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Τον 8ο μ.Χ. αι., λοιπόν, ο Κωνσταντίνος ο Κοπρώνυμος σε ένδειξη φιλίας, αδελφοσύνης και φυσικά δύναμης (αυτό δεν μπορεί να λείπει από τα δώρα του οποιουδήποτε άρχοντα, καθώς το δώρο κάθε κυβερνήτη μιας τέτοιας εποχής ήταν η δημιουργία υποχρέωσης στον αποδέκτη του – εκτός κι αν ήταν δώρο ευχαριστίας) δώρισε στο Φράγκο Βασιλιά Πιπίνο ένα τέτοιο όργανο για την δική του αυλή.
Πιο καθοριστικής, όμως, σημασίας ήταν η απόφαση του Μιχαήλ του Α’, να δωρίσει έναν βυζαντινό πολύαυλο, περίπου το 812, στο Μέγα Κάρολο, το γνωστό σε όλους μας Καρλομάγνο και γιο του προαναφερθέντος Πιπίνου. (Αχ, πόσες γοητευτικές ιστορίες έχουν γραφτεί γύρω από αυτόν τον άνθρωπο! Σε άλλο άρθρο σίγουρα θα ασχοληθούμε μαζί του.) Αργότερα, περί το έτος 822 μ.Χ., αφού η ένταση και η χρήση του εντυπωσίασε τις δυτικές αυλές –πώς θα μπορούσε, άλλωστε, να μη συμβεί;– ο Λουδοβίκος ο Ευσεβής το εισήγαγε στους ιερούς ναούς των Καθολικών.
Οι υπερβολές και οι μινιατούρες
Δυο αιώνες μετά, η χρήση του ήταν καθολική στη δυτική επικράτεια, και το οrgue καθιερώθηκε ως απαραίτητο όργανο λατρείας, συνδυάζονταν, μάλιστα, αρμονικά με τη γρηγοριανή μουσική, που αυτήν την περίοδο από μονοφωνική είχε εξελιχθεί σε πολυφωνική. Χαρακτηριστική περίπτωση υπερβολικού ενθουσιασμού σχετικά με το όργανο αποτελεί το οrgue του Γουίντσεστερ της Αγγλίας, το οποίο κατασκευάστηκε με χρήματα της εκκλησίας και διέθετε 26 φυσερά, 40 νότες και δέκα αυλούς για κάθε μία από αυτές. Η χρήση του στα σαλόνια της Δύσης ήταν διττή, καθώς ήταν και τελετουργική αλλά και κοσμική, και η διάδοση του στην υψηλή κυρίως αλλά και την ιερατική κοινωνία ήταν τόσο μεγάλη, που τον 13ο αι. κατασκευάστηκαν φορητά μικρά τέτοια όργανα, καθώς κι επιτραπέζια μέσου μεγέθους!
Αργότερα, μετά τον 14ο αιώνα, η χρήση του διευρύνεται κι άλλο μέσα στη δυτική λατρευτική παράδοση, η γοητεία του, μάλιστα, ήταν τέτοια που μεγάλοι συνθέτες των επόμενων αιώνων, όπως ο τρισμέγιστος Μπαχ, το χρησιμοποίησαν στις συνθέσεις τους. Στα σύγχρονα χρόνια η τεχνολογική εξέλιξη και η εφεύρεση του ηλεκτρισμού έχουν μεταμορφώσει το εκκλησιαστικό όργανο, τόσο εξωτερικά όσο και σε επίπεδο ήχου. Με αυτόν τον τρόπο, λοιπόν, το εκκλησιαστικό όργανο, το παιδί της Υδραύλεως, εισήχθη εκ νέου στον ελλαδικό χώρο, ειδικά εκεί που η παρουσία των δυτικών, όπως οι Ενετοί, ήταν ισχυρή, και αυτό έκανε τους ταλαιπωρημένους από τα χρόνια της τουρκοκρατίας Έλληνες να πιστέψουν ότι επρόκειτο για παπικό νεωτερισμό, ενώ στην ουσία ο μόνο νεωτερισμός ήταν η εισαγωγή στη θρησκευτική λατρεία και όχι η καταγωγή του.