Ήταν μια από εκείνες τις νύχτες που η πόλη δεν ήταν απλώς συναρμολογημένη από τα γνωστά στοιχεία. Δεν ήταν μόνο τα υλικά της, αυτά που θεωρούμε δεδομένα και παύουμε να τα βλέπουμε λόγω εξοικείωσης. Οι δρόμοι, οι πολυκατοικίες, τα σκοτεινά στενά… όλα είχαν μια διαφορετική υφή. Σαν να υπήρχε κάτι κάτω από την επιφάνειά τους, κάτι που με παρατηρούσε, αθέατο αλλά παρόν. Η περιοχή αυτή μού ήταν γνώριμη. Πάντα έπαιζε το δικό της παιχνίδι φωτός και σκιάς, αλλά εκείνη τη νύχτα, το στενό με το σχήμα Ζ έμοιαζε να πάλλεται από μια δική του ζωή, σαν να υπήρχε κάτι που αναδυόταν από μέσα του.
Στενό, σχεδόν κλειστοφοβικό για τους άλλους, αλλά όχι για μένα. Το ήξερα καλά. Το είχα διασχίσει αμέτρητες φορές, κάθε φορά νιώθοντας ότι περνούσα από μια αόρατη τομή στον ιστό της πόλης, ένα πέρασμα που δεν είχε ανοιχτεί για όλους. Εκείνη τη φορά, όμως, κάτι με σταμάτησε. Έμεινα στην είσοδο, αβέβαιη, με το βλέμμα να καρφώνεται στο άνοιγμά του. Δεν ήμουν σίγουρη γιατί. Για πρώτη φορά, το στενό δεν ήταν απλώς ένα πέρασμα· ήταν ένα άνοιγμα που μου προκαλούσε δέος, σαν να ήταν στόμα που περίμενε να με καταπιεί. Δεν το σκέφτηκα συνειδητά, αλλά το σώμα μου αποφάσισε πριν από εμένα: δεν μπήκα. Αντί γι’ αυτό, ακολούθησα έναν κύκλο, προχωρώντας προς την άλλη του άκρη, εκεί όπου θα κατέληγα αν το είχα διασχίσει. Και τότε τον είδα.
Ένας άντρας, ανησυχητικά παράταιρος, στεκόταν στο τελευταίο σημείο του Ζ, σαν να ανήκε εκεί, σαν να περίμενε κάποιον. Ένα ρίγος ανέβηκε στη ραχοκοκαλιά μου, όχι από φόβο, αλλά από την απότομη κατανόηση μιας σύμπτωσης που δεν ήθελα να δοκιμάσω την έκβασή της. Ευτυχώς που δεν μπήκα.
Tότε, κάτι γυάλισε στο σκοτάδι. Μια αντανάκλαση, σαν ένα μικρό κομμάτι του φεγγαριού να είχε πέσει στη γη. Έσκυψα και το σήκωσα. Ήταν ένα πλαστικό φτερό παγωνιού. Το κοίταξα, με την καρδιά μου να χτυπά αργά, όπως κάνει όταν καταλαβαίνει κάτι πριν το μυαλό προλάβει να το ερμηνεύσει. Το παγώνι. Το σύμβολο που είχε συνδεθεί με τη Φωλιά του Παγωνιού. Με τον Γιώργο Μπαλάνο. Με έναν άνθρωπο που είχε φύγει, αλλά του οποίου η παρουσία ποτέ δεν είχε χαθεί. Ήταν ένα μήνυμα; Ένα σημάδι; Ή απλώς ένα παιχνίδι της πραγματικότητας, που μου έδινε αυτό που ήμουν έτοιμη να δω; Το κράτησα, όχι σαν απάντηση, αλλά σαν παρέμβαση. Κάτι – ό,τι κι αν ήταν – με είχε κρατήσει έξω από το στενό εκείνο το βράδυ. Και αυτό θα αρκούσε. Για την ώρα.
Οι εβδομάδες πέρασαν, αλλά η περιοχή με καλούσε ξανά. Η ζωή μου έτρεχε σε άλλες διαδρομές, υπήρχαν άλλα θέματα στο μυαλό μου, ένας άνθρωπος που ήθελα να γνωρίσω επαγγελματικά, μια σκέψη που ακόμα δεν είχε πάρει μορφή. Αλλά η διαδρομή μου παρέμενε η ίδια, και το στενό Ζ ήταν ακόμα εκεί. Η νύχτα είχε φέρει άνεμο, άγριο, που στροβίλιζε σκουπίδια στους δρόμους, έκανε τα δέντρα να ψιθυρίζουν μεταξύ τους. Μια εφημερίδα σηκώθηκε από το έδαφος, χορεύοντας στην αόρατη ροή του αέρα. Το βλέμμα μου την ακολούθησε στιγμιαία, αλλά την άφησα να χαθεί. Δεν έδωσα σημασία. Συνέχισα να περπατώ.
Αλλά κάτι με έκανε να σταματήσω. Χωρίς σκέψη, χωρίς απόφαση, βρέθηκα να γυρνάω πίσω. Δεν ήξερα γιατί. Δεν υπήρχε λογική. Υπήρχε μόνο εκείνη η ανεπαίσθητη πίεση, αυτή η ανεξήγητη αίσθηση πως κάτι έπρεπε να κάνω, πως δεν είχε τελειώσει ακόμα. Και τότε το είδα. Το φύλλο της εφημερίδας με περίμενε, ακριβώς στα πόδια μου. Ένα χαρτί πεταμένο στον δρόμο. Κανείς δεν σηκώνει σκουπίδια από το έδαφος. Γιατί να το κάνω εγώ; Αλλά το έκανα. Το πήρα στα χέρια μου, περισσότερο από ένστικτο παρά από πρόθεση. Μια τυχαία κίνηση που δεν έμοιαζε τυχαία. Και τότε το διάβασα. Ήταν μια εφημερίδα περιορισμένης κυκλοφορίας. Σχεδόν αδύνατο να βρεθεί τυχαία. Το άρθρο στη σελίδα της μιλούσε για τον άνθρωπο που ήθελα να γνωρίσω. Ένα όνομα που σκεφτόμουν, αλλά δεν ήξερα πώς να προσεγγίσω. Το παιχνίδι της πραγματικότητας συνεχιζόταν.
Εβδομάδες αργότερα, το στενό με την καρδιά του σε σχήμα Ζ με περίμενε ξανά. Ο άνεμος είχε φύγει. Δεν υπήρχαν πια προειδοποιήσεις. Αλλά όταν πλησίασα την έξοδο του στενού, εκεί όπου κάποτε είχα βρει το φύλλο της εφημερίδας, υπήρχε κάτι άλλο. Ακριβώς στην είσοδο του δρόμου Ζ, σαν να είχε τοποθετηθεί εκεί επίτηδες, βρισκόταν ένα αληθινό φτερό παγωνιού! Όχι πλαστικό. Όχι απομίμηση. Πραγματικό. Το πήρα στα χέρια μου. Το ένιωσα στα δάχτυλά μου. Αλλά ήταν η καρδιά μου που έχασε έναν χτύπο. Δεν χρειαζόταν εξήγηση. Δεν χρειαζόταν λογική. Υπήρχε μόνο η στιγμή.
Ήξερα. Το στενό είχε παίξει τον ρόλο του. Δεν ήταν πια αυτό το σημείο που είχε κάτι να δώσει. Δεν υπάρχει ένα σταθερό σημείο-εστία. Υπάρχει μια ολόκληρη περιοχή που λειτουργεί σαν κόμβος γεγονότων. Το να επιστρέφεις μηχανικά στο ίδιο μέρος, ελπίζοντας να ξαναζήσεις το ίδιο φαινόμενο, είναι άσκοπο. Δεν πρόκειται για τυφλή διαδικασία. Ο ερευνητής δεν περιφέρεται εμμονικά. Προσαρμόζεται. Αφουγκράζεται. Προχωρά. Η πραγματικότητα δεν παραμένει στατική. Είναι μια γεννήτρια κόμβων που συναρμολογούν τον κόσμο. Και το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να συνεχίσεις να βλέπεις. Με τα Άλλα Μάτια.
Χριστίνα Σαββανή