του Έρικ Σμυρναίου ~
H μαζική υστερία είναι ένα υπαρκτό και πολύ απειλητικό φαινόμενο. Αποτελεί ένα είδος ψυχικής επιδημίας που διαταράσσει τους αντιληπτικούς μηχανισμούς των ανθρώπων και τους μεταφέρει σε κόσμους παράξενους, απειλητικούς και συχνά θανατηφόρους.
Το 1992 ζούσα στη Νότιο Αγγλία ως φοιτητής και είχα κανονίσει να γιορτάσω το Halloween με μια φίλη μου. Η συγκεκριμένη φίλη ζούσε σ’ ένα μεγάλο σπίτι του 17ου αιώνα, το οποίο εξέπεμπε τη δική του ιδιότυπη μαγεία: Περιβαλλόταν από έναν τεράστιο κήπο όπου τις φεγγαρόλουστες νύχτες του καλοκαιριού μαζεύονταν αγριοκούνελα τα οποία χοροπηδούσαν εδώ κι εκεί μέχρι το πρωί. Την άνοιξη στο βαθυπράσινο χορτάρι εμφανίζονταν μανιταροδαχτυλίδια. Στο πίσω μέρος του σπιτιού, υπήρχε ένα σημείο όπου δεν φύτρωνε απολύτως τίποτα και που είχε το σχήμα ενός ξαπλωμένου ανθρώπου.
Εκείνη τη νύχτα, λοιπόν, είχαμε ξαπλώσει μπροστά στην τηλεόραση για να παρακολουθήσουμε ένα live πρόγραμμα του BBC που ονομαζόταν Ghostwatch και είχε πολυδιαφημιστεί ως «Halloween Special». Υποτίθεται ότι θα παρακολουθούσαμε σε ζωντανή μετάδοση την έρευνα μιας ομάδας δημοσιογράφων στο εσωτερικό ενός σπιτιού που φημολογούταν ότι ήταν στοιχειωμένο. Ούτε καν μας είχε περάσει η σκέψη από το μυαλό ότι επρόκειτο να εκτεθούμε στην επιρροή ενός από τα πιο τρομακτικά και επιτυχημένα «ψευδο-ντοκιμαντέρ» τρόμου της νεότερης μιντιακής ιστορίας. Όπως μάθαμε πολλές μέρες αργότερα, εκείνη τη νύχτα, πολλά ανήλικα παιδιά που είδαν το εν λόγω τηλεοπτικό δημιούργημα παρουσίασαν συμπτώματα σοβαρού μετατραυματικού στρες, η εκπομπή απαγορεύτηκε γιατί, όπως αποφάνθηκε κάποιος δικαστής, «προκαλούσε στο μυαλό του τηλεθεατή μια ανθυγιεινή αίσθηση απειλής», ενώ, σύμφωνα με την καταγγελίας κάποιας οικογένειας, ένα μέλος της οδηγήθηκε στην αυτοκτονία εξαιτίας του τρόμου που ένιωσε εκείνη τη νύχτα!
Η αλήθεια είναι ότι η εκπομπή ήταν πολύ καλοστημένη. Tο cast περιλάμβανε πολύ γνωστές τηλεοπτικές περσόνες, για παράδειγμα τον τηλεοπτικό παρουσιαστή Michael Parkinson, «ζωντανές» αναμεταδόσεις από το στοιχειωμένο σπίτι, συνεντεύξεις από γείτονες κι ένα τηλεφωνικό κέντρο όπου οποιοσδήποτε μπορούσε να τηλεφωνήσει για να αναφέρει κάποιο ανεξήγητο περιστατικό.
Η εκπομπή διήρκησε 90 λεπτά συνολικά. Η δομή της ήταν η εξής: Μια ομάδα δημοσιογράφων του BBC ταξιδεύουν μέχρι την πόλη Northolt για να διεξαγάγουν μια «ζωντανή» έρευνα σ’ ένα στοιχειωμένο σπίτι. Στην πορεία ανακαλύπτουν ότι στο σπίτι καραδοκεί ένα πολύ κακόβουλο πνεύμα που έχει το παρατσούκλι Pipes. Ο Pipes είναι το επιθετικό φάντασμα του Raymond Tunstall, ενός πολύ διαταραγμένου ανθρώπου που σύμφωνα με το τηλεφώνημα που έκανε στο στούντιο κάποιος γείτονας, αυτοκτόνησε μέσα στο σπίτι πριν από αρκετές δεκαετίες, ενώ όσο ζούσε υπέφερε από τις παρενοχλήσεις ενός άλλου φαντάσματος, μιας δολοφόνου παιδιών που είχε ζήσει τον 19ο αιώνα και ονομαζόταν Mother Seddons!
Καθώς η εκπομπή προχωρούσε, οι παρουσιαστές του προγράμματος διαπίστωσαν με τρόμο ότι η ζωντανή μετάδοση των φαινόμενων από το εσωτερικό του σπιτιού είχε δημιουργήσει κατά λάθος ένας είδος πνευματιστικής «συνεδρίας» (séance) που είχε απλωθεί σε ολόκληρη τη χώρα. Τα κακοποιά πνεύματα που καραδοκούσαν μέσα στο στοιχειωμένο σπίτι τρέφονταν από τη συλλογική προσοχή και το φόβο των τηλεθεατών και γίνονταν όλο και πιο ισχυρά. Στο τέλος δε της εκπομπής, κάτι άρπαξε έναν από τους παρουσιαστές και τον έσυρε μαζί του στο σκοτάδι, μέσα από κάποια ορθάνοιχτη πόρτα, ένας άλλος καταλήφθηκε από κάποιο σατανικό πνεύμα, ενώ η οντότητα που ονομαζόταν Pipes κατόρθωσε να διεισδύσει σε ολόκληρο το δίκτυο των στούντιο του BBC.
Περίπου 11 εκατομμύρια τηλεθεατές αποφάσισαν εκείνο το βράδυ του Halloween να παρακολουθήσουν το Ghostwatch. Πολλοί απ’ αυτούς φοβήθηκαν τόσο πολύ που υπέστησαν μόνιμα ψυχικά τραύματα. Το τηλεφωνικό κέντρο του BBC κατακλύστηκε από τηλεφωνήματα εξαγριωμένων ανθρώπων. Ορισμένες από τις καταγγελίες ήταν πολύ παράξενες. Πολλοί ισχυρίστηκαν ότι καθώς έβλεπαν το πρόγραμμα, μέσα στα σπίτια τους άρχισαν να παρατηρούνται φαινόμενα poltergeist: Φώτα αναβόσβησαν από μόνα τους, κουτάλια και πιρούνια στραβώνανε, τα κουδούνια της εξώπορτας χτυπούσαν χωρίς λόγο, ενώ σε μια περίπτωση, μπροστά στα μάτια ενός τρομοκρατημένου τηλεθεατή, άρχισε να αιωρείται ένα πιάτο!
Τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα όταν, μια βδομάδα αργότερα, ένας δεκαοχτάχρονος, ο Martin Denham, κρεμάστηκε. Ο πατριός του δήλωσε ότι ο αυτόχειρας είχε παρακολουθήσει το show και είχε πιστέψει ότι και στο δικό του σπίτι, στο Nottingham, υπήρχε ένα φάντασμα. Στο σημείωμα που άφησε πίσω του είχε δηλώσει ότι αν υπήρχαν στα αλήθεια φαντάσματα, όπως αυτά που είχε δείξει το Ghostwatch, θα επέστρεφε από τον κόσμο των νεκρών για να επικοινωνήσει με τους γονείς του.
Ακόμα κι ένα χρόνο ύστερα από την μετάδοση εκείνης της εκπομπής, πολλοί γιατροί ανάφεραν περιπτώσεις παιδιών που παρουσίαζαν συμπτώματα σοβαρού μετατραυματικού σοκ (PTSD) εξαιτίας όσων είχαν παρακολουθήσει στις οθόνες τους. Το Ghostwatch δεν προβλήθηκε ποτέ ξανά στο BBC και η αναμετάδοσή του έχει απαγορευτεί εντελώς, αν και από το 2002 και μετά, μια κόπια του άρχισε να κυκλοφορεί στο διαδίκτυο.
Ωστόσο, το Ghostwatch δεν υπήρξε η μοναδική περίπτωση ενός ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού προγράμματος που, ενώ αποτελεί προϊόν δημιουργικής φαντασίας, κατάφερε να γίνει αντιληπτό ως πραγματικό στα μάτια των ακροατών ή των τηλεθεατών του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ραδιοφωνική εκπομπή που μηχανεύτηκε ο γνωστός Orson Welles το 1938. Ήταν μια δραματοποιημένη –κι εκσυγχρονισμένη–διασκευή του κλσσικού και ομώνυμου μυθιστορήματος «Ο Πόλεμος των Κόσμων», στο οποίο περιγράφεται η εισβολή ενός στρατού Αρειανών στην Αγγλία της βικτωριανής εποχής. Η ραδιοφωνική εκείνη εκπομπή κατάφερε να τρομοκρατήσει εκατομμύρια Αμερικανών ακροατών, που θεώρησαν ότι αναφερόταν σε πραγματικά περιστατικά. Ένα πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι η κινηματογραφική παραγωγή The Blair Witch Project του 1999, η οποία ξεσήκωσε μια καταιγίδα υποθέσεων στο διαδίκτυο ως προς το κατά πόσο αφορούσε πραγματικά περιστατικά.
Ως επίλογο σε αυτό το άρθρο, και σε περίπτωση που αναρωτιέστε τι συνέβη σε μένα και στη φίλη μου εκείνη τη σκοτεινή νύχτα του 1992, έχω να σας πω το εξής: Ύστερα από το πρώτο μισάωρο της εκπομπής είχαμε αρχίσει να φρικάρουμε. Μας πλημμύρισε η αίσθηση ότι μια αλλόκοτη μαυρίλα απλωνόταν λίγο-λίγο γύρω από το σπίτι. Τα τριξίματα των ξύλινων επενδύσεων τους τοίχους και τα πατώματα είχαν αποκτήσει μια δυσοίωνη ποιότητα ενώ οι σκιές των δέντρων που έπεφταν στα παράθυρα με τα ρομβοειδή σχέδια έμοιαζαν ανησυχητικά με κοκαλιάρικα χέρια. Οπότε, κλείσαμε το χαζοκούτι, ανάψαμε το τζάκι, ανοίξαμε μια μπουκάλα κόκκινο κρασί και περιμέναμε υπομονετικά τον ερχομό της χαραυγής.