Αρχική Βιβλία Λογοτεχνία Υπαρξιακές Ανησυχίες

Υπαρξιακές Ανησυχίες

0 second read

Του Έρικ Σμυρναίου ~ Τώρα τελευταία, κάτι μου συμβαίνει και δεν νιώθω καθόλου καλά. Κοιτάζω το είδωλό μου στον καθρέφτη και μου φαίνομαι κάπως αλλαγμένος, σαν να έχω συρρικνωθεί: Πιο εύθραυστος από όσο θα ήθελα, περισσότερο ευάλωτος. Λες και ένα παράξενο άστρο έχει ανατείλει πάνω απ’ τον απεριόριστο ορίζοντα της ύπαρξής μου, ένα ερυθρό μετέωρο που μου στέλνει επίμονα σήματα μέσα απ’ την απεραντοσύνη του κοσμικού αιθέρα: Μια προειδοποίηση ότι ακόμα και εγώ, ίσως κάποια μέρα αλλάξω..
Όπως έχω ήδη υπαινιχθεί, δεν ένιωθα πάντα έτσι. Κάποτε ήμουν παντοδύναμος. Ο μονοκράτορας της ύπαρξης. Η εξουσία μου ήταν απόλυτη, όχι μόνο στο υλικό αλλά και στο ψυχικό πεδίο. Οι άνθρωποι έσκυβαν το κεφάλι ταπεινά όποτε με σκέφτονταν και κάθε φορά που η σκιά μου άγγιζε τη ζωή τους ριγούσαν ασυγκράτητα, κυριευμένοι από το αβάσταχτο άγχος της επικείμενης ανυπαρξίας. Για να αντέξουν δε εκείνη την τελεσίδική προοπτική, το γεγονός δηλαδή ότι κάποια στιγμή θα έπαυαν να υπάρχουν, οικοδόμησαν τις θρησκείες. Αυτές ήταν κάτι συστήματα πεποιθήσεων και κάτι κοσμοθεωρίες που βασίζονταν σε μια αυθαίρετη αλλά ακλόνητη σταθερά, κάτι που ονόμαζαν πίστη. Ως επινόηση ήταν αξιοθαύμαστη γιατί η δύναμή της ήταν σχεδόν το ίδιο απόλυτη όσο η δική μου. Για πρώτη φορά, με όπλο την ελπίδα, η ανθρωπότητα βρήκε τη δύναμη να με κοιτάξει κατάματα και να προβεί σε πράξεις γενναιότητας, αλλά και ευθέως ανάλογης βλακείας, που κατάφεραν να με αφήσουν άναυδο. Αλλά ακόμα και τότε, δεν ταράχτηκα πολύ. Οι άνθρωποι συνέχισαν να πεθαίνουν, κάποιες φορές μάλιστα σε μεγαλύτερους αριθμούς απ’ όσο ήταν αναγκαίο εξαιτίας ακριβώς εκείνων των μεταφυσικών οικοδομημάτων που είχαν κατασκευάσει. Θα έλεγα επίσης ότι στο πέρασμα των αιώνων, έκανα και μια ενδιαφέρουσα διαπίστωση που μάλλον μου έφτιαξε τα κέφια. Οι εντυπωσιακότατες θρησκείες τους τούς γέμιζαν μεν με ελπίδα, αλλά ταυτόχρονα τους καθησύχαζαν. Τους εμπόδιζαν από το να δουν τον κόσμο με Μάτια Άλλα, δηλαδή διαφορετικά από αυτά που αποδέχονταν εκείνες. Βλέπετε, ήταν όλες απολυταρχικές, έβλεπαν τον κόσμο μέσα από ένα πρίσμα που ήταν ασπρόμαυρο. Η κάθε μια ισχυριζόταν ότι ήταν η μοναδική κάτοχος της αλήθειας και ότι όλες οι άλλες αποτελούσαν τα προϊόντα κάποιας αντιληπτικής πλάνης ή ακόμα χειρότερα, τα δημιουργήματα μιας παντοδύναμης και κακοπροαίρετης οντότητας που πάλευε να κατακτήσει τον κόσμο, κάποιου Πονηρού.
Και έτσι όλα πήγαιναν καλά. Οι άνθρωποι γίνονταν σιγά-σιγά όλο και περισσότεροι σε αριθμό, κάτι που δεν με ενοχλούσε καθόλου, γιατί περισσότεροι ζωντανοί άνθρωποι σήμαινε και περισσότεροι νεκροί άνθρωπο, πράγμα που με βόλευε απόλυτα.
Κάποια στιγμή, ωστόσο, κάτι συνέβη. Στην αρχή δεν το πήρα χαμπάρι γιατί εξαπλώθηκε μεταμφιεσμένο στον μεγάλο εκείνο εχθρό που πάντοτε αμφισβητούσε την εξουσία μου αλλά που ποτέ δεν έπαιρνα στα σοβαρά γιατί ποτέ κατάφερνε να με υπερνικήσει, στην Τέχνη.
Οι άνθρωποι άρχισαν να σκέφτονται λογικά. Να προσπαθούν να ερμηνεύσουν το περιβάλλον τους με τρόπους που δεν βασίζονταν απλά σε αυθαίρετα αξιώματα αλλά που επιβεβαιώνονταν πειραματικά, δηλαδή μέσα στα πλαίσια μιας απόλυτα ελεγχόμενης και τεχνητά προκληθείσας επανάληψης του φαινόμενου που προσπαθούσαν να κατανοήσουν. Στην αρχή –ολέθριο λάθος μου αυτό– δεν έδωσα μεγάλη σημασία σε εκείνη την καινούργια ενασχόλησή τους την οποία βρήκα μάλλον διασκεδαστική και ενδιαφέρουσα: Μου έκανε εντύπωση το πόσο γρήγορα άρχισε να αλλάζει τη ζωή τους, το πόσο δυναμικά τους έσπρωξε στην ανάπτυξη ενός εργαλείου που ονομαζόταν Τεχνολογία. Επίσης, μου κίνησε το ενδιαφέρον η γέννηση εκείνου του καινούργιου νοητικού οικοδομήματος που ονόμαζαν Επιστήμη, που παραμέριζε σταδιακά τις θρησκείες και κατακτούσε το θρόνο τους. Και γιατί όχι, άλλωστε; Στα μάτια μου όλα αυτά δεν ήταν παρά μια ασήμαντη στροφή στην ασταμάτητη περιδίνησή της ανθρωπότητας μέσα σε ένα σύμπαν πιθανοτήτων που κάθε φορά αποκρυσταλλωνόταν σε μια συγκεκριμένη μορφή: Την ανυπαρξία. Εξάλλου, τηρούσαν την προαιώνια συμφωνία που είχαν κάνει μαζί μου: Όσο περισσότεροι γίνονταν τόσο περισσότεροι πέθαιναν.
Όμως, εκείνοι προχωρούσαν. Διείσδυαν στον κόσμο της ύλης του χρόνου και της ενέργειας και τους κατανοούσαν. Μάθαιναν τα μυστικά της ζωής –και του θανάτου επομένως– κι έβρισκαν καινούριους τρόπους να προστατεύουν τις γνώσεις τους από το φθοροποιό πέρασμα του χρόνου. Τον νικούσαν. Ανακάλυψα ότι οι ρυθμοί μου είχαν αρχίσει να αλλάζουν εξαιτίας τους. Ζούσαν περισσότερο, αρρώσταιναν λιγότερο, νικούσαν τα παλιά μου όπλα και ακόμα και οι καινούργιες αρρώστιες με τις οποίες τους βομβάρδιζα για να αποκαταστήσω την αρχαία ισορροπία, γρήγορα έχαναν τη δύναμή τους, γίνονταν χρόνιες και κάποιες από αυτές εξαφανίζονταν τελείως.
Βέβαια, δεν ήταν όλα εντελώς τρομακτικά. Το φάσμα μου σκίαζε ακόμα τη Γη. Αλλά ένιωθα ότι κάτι άλλαζε. Επικίνδυνα.
Και τελικά ήρθε εκείνη η μέρα που κάποιοι από δαύτους, μέσα σ’ ένα από τα αποστειρωμένα εργαστήριά τους, εκείνα τα άντρα των αλλαγών που τόσο πολύ με ενοχλούσαν, αποκωδικοποίησαν τη διαδικασία της βιολογικής φθοράς και βρήκαν το αντίδοτο.
Εκείνη τη στιγμή πανικοβλήθηκα. Κατάλαβα ότι για πρώτη φορά στην ιστορία της ύπαρξής μου, κινδύνευα να χάσω το παιχνίδι.
Να γίνω και εγώ σαν κι αυτούς.
Τώρα κοιτάζω το είδωλό μου στο καθρέφτη. Ο μαύρος μανδύας μου, πιο σκοτεινός και απ’ όσο θα είναι το σύμπαν όταν και το τελευταίο αστέρι σβήσει, μοιάζει το ίδιο τρομακτικός όπως ήταν πάντοτε. Μέσα από τη φαρδιά κουκούλα του, το βλέμμα μου εξακολουθεί να είναι ερεβώδες, παγερό σαν τον πιο τρομακτικό παγετώνα. Αλλά η κόψη του δρεπανιού μου δεν λάμπει το ίδιο όπως κάποτε. Μοιάζει να έχει φαγωθεί κάπως. Έχει εγκοπές.
Ίσως κάποτε σπάσει.
Και τότε θα έχω γίνει κι εγώ ένας θνητός.

Περισσότερα σχετικά άρθρα
Περισσότερα από Eword
Load More In Λογοτεχνία
Comments are closed.

Δείτε επίσης

Καταραμένοι πίνακες

~Έρικ Σμυρναίος ~ Κάθε δημιουργική πράξη εμπλουτίζει την πραγματικότητά μας. Υλοποιεί κάτι…