Του Έρικ Σμυρναίου ~
Είδα ένα παράξενο όνειρο. Στεκόμουν, λέει, μπροστά σ’ ένα παλιό βιβλιοπωλείο. Η βιτρίνα του ήταν σκοτεινή, λιγάκι παραμελημένη. Διάβηκα το πέτρινο κατώφλι του με το αψιδωτό πρόστεγο από μαύρο ξύλο και αντίκρισα στενούς διαδρόμους που ξεδιπλώνονταν ανάμεσα σε τοίχους από σκονισμένα βιβλία. Ράφια πάνω σε ράφια φωτίζονταν από χάλκινα φωτιστικά, φορτωμένα με τίτλους μυθιστορημάτων και δοκιμίων που ήταν χαραγμένοι σε φθαρμένες ράχες από κατεργασμένο δέρμα. Ένας ηλικιωμένος υπάλληλος που τακτοποιούσε στοίβες από παλιά περιοδικά, μόλις που ανασήκωσε το κεφάλι του για να μου στείλει έναν ευγενικό χαιρετισμό. Τα μάτια του ήταν γαλανά και γαλήνια, στολισμένα με κρυστάλλινους φακούς. Του χαμογέλασα.
Ένιωθα χαρούμενος που είχα βρει κάποιο καταφύγιο από τη βαριά βροχή που κατρακυλούσε πάνω στους λιθόστρωτους δρόμους του παλιού Εδιμβούργου. Γιατί ήξερα ότι βρισκόμουν εκεί, στην πρωτεύουσα της Σκωτίας. Το παγερό άγγιγμα της βροχής είχε διαποτίσει το λεπτό μπουφάν μου. Τα μαλλιά μου κολλούσαν πάνω στο βρεγμένο μέτωπό μου και τα παπούτσια μου σχημάτιζαν μικρές λιμνούλες στάσιμου νερού. Είχα γίνει μούσκεμα και τουρτούριζα γιατί, ως άμαθος τουρίστας, άρτι αφίχθης από τις ζεστές χώρες του Νότου, δεν είχα καν προνοήσει να πάρω μαζί μου μια ομπρέλα. Εκείνος μπορεί να το κατάλαβε. Με άφησε πάντως να μπω στο κατάστημά του, παρά το γεγονός ότι έμοιαζα με βρεγμένο γατί.
Άρπαξα, λοιπόν, την ευκαιρία, σκούπισα τα παπούτσια μου στο χαλάκι της εισόδου και άρχισα να εξερευνώ. Ανακάλυψα πως οι διάδρομοι του βιβλιοπωλείου ήταν πιο δαιδαλώδεις από όσο είχα φανταστεί. Εκτείνονταν σε μεγάλο βάθος και διασταυρώνονταν με άλλα παρόμοια περάσματα, με τοιχώματα που μοιάζανε και αυτά φτιαγμένα από αναρίθμητα βιβλία, όλα τους παλιά, όλα φωτισμένα με εκείνα τα χάλκινα φωτιστικά που εξέπεμπαν ένα κίτρινο φως, μια λάμψη που είχε το χρώμα της παλιάς περγαμηνής.
Το κελαρυστό τραγούδι της βροχής έσβησε πίσω μου. Το ίδιο και οι σποραδικοί θόρυβοι του υπαλλήλου που φόρτωνε τις στοίβες των περιοδικών σε κάποιο ράφι. Η σιωπή που με τύλιξε έφερε μαζί της τη λεπτή και αψιά οσμή της σκόνης του παλιού δέρματος και του μελανιού που ξεραίνεται σε άνυδρες σελίδες. Πιο πέρα ωστόσο, γιατί συνέχισα να εξερευνώ τους ατελείωτους διαδρόμους με τα τοιχώματα από βιβλία, καινούργιες οσμές αγγίξαν τα ρουθούνια μου: Ξεθωριασμένες εκπνοές από αρχαία θυμιάματα, το αμυδρό άρωμα αποξηραμένων λουλουδιών, μια υποψία γυναικείας κολόνιας. Το τριμμένο χαλί που κάλυπτε το δάπεδο έπνιγε τον ήχο των βημάτων μου και το ομοιόμορφο φως των φωτιστικών καταργούσε τον χρόνο και τις αποστάσεις.
Μια καινούργια στροφή, ένα σημείο συνάντησης ενενήντα μοιρών που δημιουργούσαν δυο διάδρομοι, με έφερε αντιμέτωπο με κάτι καινούργιο: Ένα μεγάλο παράθυρο, οξύκορφο, μακρόστενο και καλυμμένο από ένα περίπλοκο ψηφιδωτό χρωματιστού γυαλιού. Από πίσω τους ίσως να απλωνόταν ένας βρεγμένος κήπος ή μια τυφλή αλέα ή ένας ακάλυπτος χώρος, πλακόστρωτος όπως και η υπόλοιπη αρχαία πόλη, αλλά αυτό ήταν κάτι που δεν μπορούσα να δω. Στο πλατύ περβάζι του, ωστόσο, ήταν αφημένο ένα αντικείμενο που τράβηξε αμέσως το βλέμμα μου: Ένα βιβλίο. Φαρδύ και πλατύ σαν τα βιβλία των Ψαλμών που βλέπει κανείς στις γοτθικές εκκλησίες της Μεγάλης Βρετανίας, κάτω από πέτρινα τόξα και αντηρίδες, φωτισμένα από πολύχρωμες δέσμες φωτός που φιλτράρονται μέσα από λεπτεπίλεπτα βιτρό.
Τούτο δω, όμως, δεν είχε θρησκευτικό περιεχόμενο. Ήταν δεμένο μ’ ένα υλικό που έμοιαζε με σκούρο δέρμα, σχεδόν μαύρο και αστραφτερό σαν έβενος. Το άκαμπτο εξώφυλλό του καλύπτονταν από ένα κερασφόρο πρόσωπο με γενειάδα και πανούργο βλέμμα που κάποιος είχε ζωγραφίσει με χρυσό μελάνι. Το πλησίασα μαγεμένος από την ομορφιά του. Το χαμογελαστό εκείνο πρόσωπο, λίγο σοφό, λίγο δαιμονικό, λιγάκι σκανταλιάρικο, έμοιαζε να κυματίζει, καθώς ο καταρράκτης της βροχής κυλούσε πάνω στο παράθυρο και ζωντάνευε το γκρίζο φως της ημέρας.
Το πήρα στα χέρια μου. Ήταν βαρύ και ανέδιδε ένα ασυνήθιστο άρωμα που έκανε τα ρουθούνια μου να τρεμοπαίξουν. Εισέπνευσα βαθιά και το άρωμα εκείνο μου έφερε στο νου εικόνες απέραντων σπαρτών που απλώνονται σαν ανήσυχες θάλασσες στο βελούδινο φως ενός μενεξεδένιου δειλινού, εξοχικούς φράχτες τυλιγμένους με τα λουλούδια ενός ανθισμένου αγιοκλήματος, χειμωνιάτικα δάση όπου το φως του φεγγαριού έπλεκε ασημένιες σκιές γύρω απ’ τα γυμνά κλαδιά τους. Σπρωγμένος από μια ακαθόριστη παρόρμηση, κάτι σαν λαχτάρα ανάκατη με μιαν ανεξήγητη νοσταλγία, το άνοιξα σε κάποια τυχαία σελίδα. Η περιφέρεια της καλύπτονταν από ένα περίπλοκο μοτίβο λυγερών μίσχων και ανθισμένων λουλουδιών που μπλέκονταν μεταξύ τους και σχημάτιζαν ελικωτές γιρλάντες και δαντέλες. Το κείμενο που απλώνονταν ανάμεσα στη φαντασμαγορική αυτή μπορντούρα ήταν δυσανάγνωστο γιατί αν και τυπωμένο με ένα μελάνι που ήταν μαύρο και ευδιάκριτο, η γραμματοσειρά του έμοιαζε υπερβολικά εξεζητημένη, το κάθε γράμμα λοξό, στολισμένο με ουρίτσες και προεξοχές που μοιάζανε με φτερά δράκων και κεραίες εντόμων.
Ξεφύλλισα το παράξενο βιβλίο με δισταγμό και με μεγάλη προσοχή, σε μια προσπάθεια να μην το βλάψω με κάποια αδέξια κίνησή μου. Οι πυκνογραμμένες σελίδες εναλλάσσονταν με ασπρόμαυρες εικόνες, σχεδιασμένες με το πενάκι κάποιου ταλαντούχου καλλιτέχνη, που απεικόνιζαν κάστρα, απέραντες θάλασσες και ιστιοφόρα πλοία, έναστρους ουρανούς και μοναχικούς πύργους που υψώνονταν σαν βέλη μέσα απ’ τις ράχες καμπουριασμένων λόφων.
Η τελευταία εικόνα του βιβλίου ήταν διαφορετική ωστόσο: Απεικόνιζε το κεφάλι ενός ανθρώπου που έσκυβε πάνω από ένα βιβλίο. Και στο βιβλίο υπήρχε η μικρότερη εικόνα του κεφαλιού του ίδιου ανθρώπου ο οποίος έσκυβε πάνω από ένα πανομοιότυπο βιβλίο όπου υπήρχε η εικόνα ενός τρίτου κεφαλιού και ούτω κάθε εξής. Με ένα μικρό σοκ κατάλαβα ότι ο άνθρωπος εκείνος ήμουν εγώ. Και τα βιβλία μέσα στα βιβλία ήταν αυτό που κρατούσα στα χέρια μου. Γιατί τα βιβλία είναι κόσμοι, που οδηγούν σε άλλους κόσμους που οδηγούν σε άλλους κόσμους σε μια αναζήτηση που δεν τελειώνει ποτέ. Όπως ποτέ δεν τελειώνει το κυνήγι της γνώσης και της ανακάλυψης.